Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

ΜΥΗΣΗ από το Δάσκαλο --, μέσω του Μπέντζαμιν Κρεμ

ΜΥΗΣΗ

από το Δάσκαλο --, μέσω του Μπέντζαμιν Κρεμ
(Ο Δάσκαλος -- είναι ένα από τα ανώτερα μέλη της Ιεραρχίας των Δασκάλων της Σοφίας. Το όνομά Του, πολύ γνωστό στους εσωτερικούς κύκλους, δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί για διάφορους λόγους. Ο Μπέντζαμιν Κρεμ βρίσκεται σε συνεχή τηλεπαθητική επαφή μ' αυτό το Δάσκαλο).
Ο σκοπός της Ιεραρχίας είναι να θέσει σ' εφαρμογή το Σχέδιο του Θεού. Σ' αυτή την προσπάθεια, οι Δάσκαλοι αξιοποιούν όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή Τους. Ανάμεσα στις πολλές διαδικασίες που χρησιμοποιούν, εκείνη που είναι γνωστή ως μύηση είναι η πιο σημαντική. Αυτή παίρνει το προβάδισμα απ' όλα τα άλλα μέτρα και περιέχει μέσα της τα προαπαιτούμενα για κάθε πρόοδο σ' αυτό τον πλανήτη. Κάθε μύηση παρέχει στο μύστη μια βαθύτερη κατανόηση του νοήματος και του σκοπού πίσω από το Σχέδιο του Θεού, μια πληρέστερη συνειδητοποίηση του δικού του ρόλου μέσα σ' αυτό το σχέδιο και μιαν αυξανόμενη ικανότητα να εργάζεται με συνειδητό και νοήμονα τρόπο προς της εκπλήρωσή του. Δεν υπάρχει μέθοδος σ' αυτή τη γη που να μπορεί να φέρει έναν άνθρωπο τόσο γοργά και τόσο σίγουρα στη βουνοκορφή της απελευθέρωσης.
Η πορεία της μύησης έχει αρχαία προέλευση. Για εκατομμύρια χρόνια αυτή υπήρξε το κύριο ερέθισμα πίσω από την εξέλιξη του ανθρώπου και, για όσους ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν τις αυστηρές δοκιμασίες και τις πειθαρχίες της, προμήθευε ένα σίγουρο μονοπάτι για το ξεδίπλωμα της εσωτερικής θείας φύσης. Πολλοί σήμερα πλησιάζουν με τις συνεχείς τους προσπάθειες προς τις πόρτες της μύησης κι αυτό είναι ένα γεγονός βαρυσήμαντο για το σύνολο της ανθρωπότητας. Αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός στην αργή πρόοδο προς την πλήρη έκφραση αυτής της θείας φύσης, αποτελεί εγγύηση για το ότι το Σχέδιο εκπληρώνεται, και είναι το σημάδι που δείχνει ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η Ιεραρχία από χιλιετίες έχουν επιτυχία και καρποφορούν.
Θα ταίριαζε ίσως εδώ μια μικρή παρέκβαση. Στη διαδρομή των αιώνων, η συνήθεια της Ιεραρχίας ήταν να εργάζεται αθέατη πίσω από τη σκηνή· σπάνια εργάστηκε Δάσκαλος δημόσια. Μέσ' από τους μαθητές Τους και μόνο επιτελούσαν οι Δάσκαλοι το κύριο έργο της παροχής ερεθισμάτων. Τώρα, όλα αυτά αλλάζουν. Όλο και περισσότερο, τα Ανώτερα Μέλη θα πάρουν τις θέσεις τους ανάμεσά σας και θα σας επιτρέψουν να επωφεληθείτε από τη σοφία και την πείρα τους. Έτσι θα δοθεί στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό ερέθισμα που θα φέρει ορμητικά μέσ' από τις πύλες της μύησης εκατομμύρια ανθρώπους που κάνουν τώρα τα πρώτα βήματα στο Μονοπάτι. Για να βοηθήσει στην προετοιμασία του δρόμου γι' αυτή την εποχή, η Ιεραρχία έχει δώσει ένα πλήθος πληροφορίες για τα προαπαιτούμενα κάθε μυητικής εμπειρίας, και οι ζηλωτές θα πρέπει να φροντίσουν να ενημερωθούν για τις λεπτομέρειες των διαφόρων σταδίων και βαθμών. Αυτές οι πληροφορίες δεν εδόθηκαν άσκοπα και πολλά μπορεί κανείς να μάθει γι' αυτήν τη βαθύτατα εσωτερική πορεία με προσεχτική μελέτη και στοχασμό.


Ο Χριστός στέκεται έτοιμος ν' αρχίσει το έργο Του. Ως ο Ιεροφάντης της πρώτης και της δεύτερης μύησης, το έργο Του θα είναι να τελεί τις εσωτερικές πρακτικές και τελετουργίες που συνδέονται μ' αυτή την αρχαία επιστήμη και ν' αποκαλύπτει στα κατάπληκτα μάτια του μύστη τα μυστικά που κρύβονται μέσα τους. Αυτό το έργο το τελεί σήμερα στα εσώτερα επίπεδα, αλλά από τώρα και στο εξής θα συγκεντρώνει μαζί σε ομάδες όλους εκείνους που θα είναι έτοιμοι να λάβουν τη "φωτιά της ράβδου" στο φυσικό επίπεδο και να επισφραγίσουν έτσι την επίτευξή τους. Μ' αυτό τον τρόπο, η ανθρωπότητα θα συγχωνεύεται με την Ιεραρχία και στο πλήρωμα του χρόνου αυτά τα δυο κέντρα θα γίνουν ένα. Έτσι θα ολοκληρωθεί το έργο του Χριστού: η εξωτερική εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού. Έτσι θα μπορέσει Εκείνος να ατενίσει το έργο των χεριών Του και να μείνει ικανοποιημένος

.http://www.share-gr.org/09-12a.htm

Τα προαπαιτούμενα της μύησης Του Μπέντζαμιν Κρεμ

Τα προαπαιτούμενα της μύησης

Του Μπέντζαμιν Κρεμ

Έδειξα ότι η ιστορία του Ευαγγελίου παρουσιάζει στην ανθρωπότητα, σε συμβολική μορφή, το εσωτερικό μονοπάτι της μύησης. Πολλοί άνθρωποι σήμερα βρίσκονται είτε πάνω σ' αυτό το μονοπάτι, είτε στο κατώφλι του, κι όμως ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τα προαπαιτούμενα αυτών των μεγάλων διευρύνσεων της συνείδησης που είναι οι μυήσεις. Θα ήταν σκόπιμο, συνεπώς, ν' αφιερώσουμε λίγο χρόνο για μια σύντομη αναφορά σ' αυτά τα προαπαιτούμενα, χωρίς να ξεχνάμε ότι ένα άρθρο αυτού του είδους δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο παρά να καλύψει, μάλλον επιφανειακά, τα στοιχειωδώς ουσιώδη. Η μύηση είναι ένα πολυσύνθετο, βαθύτατα εσωτερικό και μυστηριώδες θέμα, και όσοι αναγνώστες θα ήθελαν να διαβάσουν γι' αυτό σε μεγαλύτερο βάθος παραπέμπονται στα γραπτά του Δασκάλου Τζιαλ Κουλ μέσω της Αλίκης Α. Μπέιλι, και ιδιαίτερα το βιβλίο της "Μύηση, Ανθρώπινη και Ηλιακή".
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η μύηση είναι μια πορεία, μια εξελικτική διεργασία, όχι μια τελετή (μολονότι περιλαμβάνει και τελετουργία), ούτε ένα διαγώνισμα που το περνάς μ' επιτυχία. Είναι το αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας διεύρυνσης της συνείδησης. Είναι το να συνειδητοποιούμε και να εκδηλώνουμε σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τις πνευματικές πραγματικότητες που βρίσκονται πίσω από την εξωτερική μας έκφραση στο φυσικό επίπεδο – δηλαδή τον Ανώτερο Εαυτό μας ή την ψυχή, και εκείνο του οποίου αντανάκλαση είναι η ψυχή, τη Θεία Μονάδα ή Σπίθα Θεού. Είναι μια πορεία κατά την οποία ο ενσαρκωμένος άνθρωπος ενώνεται και γίνεται ένα μ' αυτές τις ανώτερες απόψεις του τρισυπόστατου είναι του, σε διαδοχικά και κλιμακωτά στάδια.
Υπάρχουν πάρα πολλές ελάσσονες μυήσεις, αλλά οι μείζονες πλανητικές μυήσεις είναι πέντε. Η καθεμιά τους αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο στάδιο ολοκλήρωσης και ενοποίησης στο οποίο έχει φτάσει ο μύστης. Ο στόχος επιτυγχάνεται όταν, στην πέμπτη μύηση, ο απελευθερωμένος Δάσκαλος τελεί σε πλήρη ενοποίηση με τη Μονάδα, τον "εν τοις ουρανοίς" Πατέρα Του. Σ' αυτό το στάδιο, ο άνθρωπος έχει τόσο διευρύνει τη συνείδησή Του ώστε περιλαμβάνει και τα πνευματικά επίπεδα, και δεν έχει πια ανάγκη από άλλη ενσαρκωτική εμπειρία πάνω σ' αυτό τον πλανήτη. Ο Δάσκαλος έχει και άλλες, ακόμα ανώτερες ενοποιήσεις να επιτύχει – ενοποιήσεις με τον πλανητικό και το συστημικό Λόγο – , οι οποίες εμάς δεν είναι ανάγκη να μας απασχολούν.
Η μύηση δείχνει το σημείο στο οποίο έχει πετύχει να φτάσει το άτομο, αλλά αυτό το επίτευγμα δεν το επιφέρει η μύηση. Η ίδια η ζωή είναι το πεδίο όπου αναπτύσσεται αυτή η πορεία· οι εμπειρίες, οι δοκιμασίες κι οι αποτυχίες της καθημερινής ζωής και η βαθμιαία αυτοκυριαρχία είναι εκείνα που επιφέρουν τον έλεγχο πάνω στην ύλη και τη συνείδηση σε όλα τα επίπεδα που χαρακτηρίζει το Μυημένο Δάσκαλο.
Από τεχνική άποψη, η μύηση είναι μια τεχνητή, επιστημονική διεργασία που επιταχύνει την εξελικτική πορεία· ιστορικά, είναι παμπάλαια. Δεν είναι υποχρεωτική – το κάθε άτομο μπορεί να κάνει όσον καιρό θέλει στο δρόμο προς την επίτευξη της τελειότητας – αλλά η μύηση παρέχει τα μέσα με τα οποία όσοι είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να καταβάλουν την προσπάθεια, να περάσουν τις δοκιμασίες και πάνω απ' όλα να κάνουν τις θυσίες και τις απαρνήσεις που απαιτεί η μύηση, μπορούν να επιταχύνουν απροσμέτρητα το ταξίδι της εξέλιξης και να υπηρετήσουν έτσι πληρέστερα το Σχέδιο του Λόγου.
Οι προϋποθέσεις για κάθε μύηση αλλάζουν κατ' ανάγκη καθώς η ανθρωπότητα εξελίσσεται· κάθε νέο στάδιο που φτάνει η ανθρωπότητα ως σύνολο ωθεί αυτές τις προϋποθέσεις προς τα πάνω. Σήμερα, από τη σκοπιά των Δασκάλων, η τρίτη είναι η πρώτη αληθινή μύηση της ψυχής, καθώς η πρώτη και η δεύτερη είναι στην ουσία προπαρασκευαστικές και δείχνουν έλεγχο πάνω στα οχήματα της προσωπικότητας – το φυσικό και το αστρικό σώμα αντίστοιχα. Μέσ' απ' αυτά τα εξαγνισμένα και συνταιριασμένα σώματα του θεϊκού εσώτερου ανθρώπου, η ψυχή κάνει την παρουσία της αισθητή, 'αδράχνοντας' τα οχήματά της (αναλαμβάνοντας τον έλεγχό τους) και διαλάμποντας μέσ' από την προσωπικότητα. Όταν αυτή η ολοκλήρωση περιλάβει και το ελεγχόμενο νοητικό σώμα, το άτομο μπορεί τότε να περάσει την τρίτη μύηση. Ο συγχρονισμός της δόνησης είναι το κλειδί αυτής της διαδικασίας. Η ψυχή μπορεί να εκδηλωθεί σε αξιόλογο βαθμό μόνο μέσ' από οχήματα ανάλογης δόνησης. Αυτός είναι ο λόγος που τόση έμφαση δίνεται, απ' όλες τις διδασκαλίες, στην αγνότητα – στην αγνότητα του φυσικού σώματος, των συναισθημάτων, του νου και των κινήτρων.
Η διεργασία της εξάγνισης ορθά αρχίζει από το Μονοπάτι της Δοκιμασίας· ώς τη στιγμή που πατάει κανείς το πόδι του στο Μονοπάτι της Μύησης, αναμένεται ότι οι συνήθειες της αγνότητας θα είναι ήδη ριζωμένες και αυτόματες.
Το φυσικό σώμα είναι το πρώτο που πρέπει να εξαγνιστεί και για κείνους που προετοιμάζονται για την πρώτη μύηση γίνεται αναγκαία μια φυτοφαγική διατροφή. Η κρεοφαγία χαμηλώνει τη δόνηση του φυσικού σώματος του ανθρώπου και πρέπει να αφαιρεθεί από τη διατροφή. Είναι ενδιαφέρον το ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα, ιδιαίτερα οι νέοι, στρέφονται προς τη φυτοφαγία. Χωρίς αμφιβολία αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι στέκονται τώρα στο κατώφλι της πρώτης μύησης· συνειδητά ή ασυνείδητα, ανταποκρίνονται στις ενδόμυχες παροτρύνσεις της ψυχής.
Το να έχεις συνείδηση σ' ένα επίπεδο είναι κάτι το πολύ διαφορετικό από το να έχεις έλεγχο σ' αυτό το επίπεδο, και η μύηση είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο συνείδησης, αλλά και ελέγχου. Κατά την πρώτη μύηση ο έλεγχος της ψυχής (που λέγεται και 'Εγώ') πάνω στο φυσικό σώμα πρέπει να έχει προχωρήσει σημαντικά. Οι επιθυμίες του σώματος για φαγητό, πιοτό, σεξ, ύπνο, ανάπαυση πρέπει να μην είναι πια κυρίαρχες. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ζηλωτής δεν πρέπει πια να τρώει, να πίνει, να κοιμάται ή να έχει σεξουαλικές σχέσεις, αλλά όλα αυτά πρέπει να γίνονται με μέτρο, με κανονικότητα και υπό τον έλεγχο της ψυχής. Πρόκειται στην πραγματικότητα για έλεγχο πάνω στο φυσικό στοιχειακό. Όλα μας τα σώματα, υλικά και πνευματικά, αποτελούνται από τα σώματα μικροσκοπικών ντεβικών (αγγελικών) ζωών ή στοιχειακών, που λέγονται σεληνιακοί και ηλιακοί πίτρις. Οι σεληνιακοί πίτρις σχηματίζουν το φυσικό, το αστρικό και το νοητικό σώμα του κατώτερου ανθρώπου, ενώ οι ηλιακοί πίτρις συνιστούν το σώμα της ψυχής – το αιτιατό σώμα.
Η πρώτη μύηση ονομάζεται Μύηση της Γέννησης. Είναι αποτέλεσμα της γέννησης της Χριστικής Συνείδησης στο σπήλαιο της καρδιάς, και οι ζηλωτές που έχουν περάσει αυτή την εμπειρία θα έχουν προσανατολιστεί προς την πνευματική ζωή – που δεν σημαίνει κατ' ανάγκη τη θρησκευτική ζωή. Το άτομο θα επιδεικνύει μια γενική ορθότητα στη συμπεριφορά και τη σκέψη του και μια στάση αγαθής πρόθεσης. Ο χαρακτήρας θα εξακολουθεί να έχει πολλά ελαττώματα (το ιδεώδες σπάνια επιτυγχάνεται), αλλά μια νέα στάση μεγαλύτερης αποδοχής και ενότητας με όλα τα όντα θα γίνεται φανερή και η επιθυμία για υπηρεσία θα είναι δυνατή. Χάρη στον έλεγχο του φυσικού στοιχειακού, το άτομο θα εκδηλώνει μεγαλύτερη δημιουργικότητα. Αυτό οφείλεται στη μετάθεση της ροής της ενέργειας από τα κατώτερα τσάκρα στο κέντρο του λαιμού. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο το γεγονός ότι η κουλτούρα κάθε πολιτισμού δημιουργείται από τους μύστες.
Η δεύτερη μύηση δείχνει συναισθηματικό έλεγχο, έλεγχο του αστρικού στοιχειακού, όπως η πρώτη μύηση δείχνει έλεγχο του φυσικού στοιχειακού. Αυτή η μύηση λέγεται ότι είναι η πιο δύσκολη. Ο μύστης, τυλιγμένος μέσα στις ομίχλες της επιθυμίας, στις στην αστρική αχλύ, πρέπει να ξεκαθαρίσει τις αντιδράσεις του απέναντι στην πραγματικότητα και να ελευθερωθεί από τα συναισθηματικά δεσμά. Τόσο δυνατή είναι η αστρική φύση του ανθρώπου ώστε αυτό είναι ένα έργο εξαιρετικά δύσκολο και μπορεί να χρειαστούν πολλές ενσαρκώσεις ώσπου να επιτευχθεί. Η ψυχή, με όργανο το νου, πρέπει να θέσει υπό τον έλεγχό της το συναισθηματικό σώμα και να το κάνει καθάριο και διάφανο για να επιτελέσει τον αληθινό προορισμό του: να γίνει το κατάλληλο όχημα για το βουδικό ή ενορατικό επίπεδο της συνείδησης.
Η πέμπτη αρχή, η αρχή του νου, λειτουργώντας μέσ' από το νοητικό σώμα έχει ως ρόλο να κατευθύνει και να οργανώνει τις αστρικές αντιδράσεις και έτσι να διαλύει τη θυμική αυταπάτη. Ο Δάσκαλος Τζιαλ Κουλ έχει γράψει: "Το να πάρει κανείς τη δεύτερη μύηση είναι εξαιρετικά δύσκολο. Για όσους βρίσκονται στην πρώτη ή τη δεύτερη από τις ακτίνες της άποψης, αυτή, κατά πάσα πιθανότητα, είναι η πιο δύσκολη απ' όλες τις μυήσεις". Ωστόσο, με την έλευση του Χριστού, που θα δράσει ως ο διαλυτής της θυμαπάτης (της συναισθηματικής πλάνης) σε παγκόσμια κλίμακα, ο δρόμος προς τα εμπρός για τους πολυάριθμους ζηλωτές που προσεγγίζουν τώρα αυτή την εμπειρία θα διευκολυνθεί, και πολλοί που έχουν πάρει την πρώτη μύηση από πολύν καιρό τώρα, θα ξαναδιαβούν τις πύλες μέσα στην τωρινή τους ζωή, για δεύτερη φορά.
Με τη δεύτερη μύηση πίσω του, ο μύστης πρέπει τώρα να μάθει να ελέγχει το νοητικό του όχημα. Όπως ακριβώς στο αστρικό επίπεδο χρειάστηκε να διαλυθούν οι ομίχλες της θυμικής αυταπάτης, έτσι και τώρα θα πρέπει να διαλυθούν οι πλάνες τού νοητικού επιπέδου κάτω απ' το φως που ξεχύνεται όλο και πιο λαμπρό απ' την ψυχή. Η τρίτη μύηση, η Μεταμόρφωση, δείχνει ότι η προσωπικότητα είναι πια εντελώς ολοκληρωμένη, ότι είναι εμποτισμένη από την ψυχή και ανταποκρίνεται τώρα στην ενέργεια της Μονάδας. Η αγάπη, η σοφία και η δυναμική θέληση, τα γνωρίσματα της ψυχής, λάμπουν τώρα καθαρά μέσ' από την προσωπικότητα, κι επακολουθεί μια δημιουργική ζωή υπηρεσίας και αποτελεσματικότητας στον κόσμο.
Αυτές τις τρεις μείζονες πλανητικές μυήσεις πρέπει πάντα να τις περάσει το άτομο όταν βρίσκεται σε ενσάρκωση, στο φυσικό επίπεδο. Μ' αυτό τον τρόπο η συνείδηση του μύστη εκδηλώνεται και μέσ' απ' το νου και μέσ' απ' τον εγκέφαλο.
Για να κλείσω αυτή τη σύντομη και κατ' ανάγκη ατελή περιγραφή των προαπαιτούμενων κάθε μύησης, παραθέτω και πάλι αποσπάσματα από τα γραπτά τού Δασκάλου Τζιαλ Κουλ: "Όταν ένας άνθρωπος παίρνει την τέταρτη μύηση, λειτουργεί στο όχημα του τετάρτου επιπέδου, το βουδικό, κι έχει ξεφύγει για πάντα από τον ανυπέρβατο δακτύλιο της προσωπικότητας. Αυτή η μεγάλη πράξη απάρνησης σηματοδοτεί τη στιγμή όπου ο μαθητής δεν έχει τίποτα μέσα του που να τον συνδέει με τους τρεις κόσμους (φυσικό, αστρικό και νοητικό) της ανθρώπινης εξέλιξης. Οι επαφές του μ' αυτούς τους κόσμους στο μέλλον θα είναι καθαρά εθελοντικές και θα έχουν ως σκοπό την υπηρεσία". ("Ακτίνες και Μυήσεις", σελ. 696).
"Η ζωή του ανθρώπου που παίρνει την τέταρτη μύηση, ή μύηση της Σταύρωσης, είναι συνήθως μια ζωή μεγάλης θυσίας και οδύνης. Είναι η ζωή του ανθρώπου που κάνει τη Μεγάλη Απάρνηση, και ακόμα και εξωτερικά φαίνεται ότι είναι επίπονη, δύσκολη και οδυνηρή. Ο άνθρωπος έχει αποθέσει τα πάντα, ακόμα και την τελειοποιημένη προσωπικότητά του, πάνω στο βωμό της θυσίας και στέκεται αποστερημένος από τα πάντα. Όλα τα έχει απαρνηθεί, φίλους, χρήματα, υπόληψη, χαρακτήρα, θέση στον κόσμο, οικογένεια, ακόμα και την ίδια τη ζωή". ("Μύηση, Ανθρώπινη και Ηλιακή", σελ. 88-89).

Το μονοπάτι της μύησης

Το μονοπάτι της μύησης

http://www.share-gr.org/09-12c.htm

Ερωτήσεις και απαντήσεις με τον Μπέντζαμιν Κρεμ

E. Γιατί πρέπει να παίρνουμε τις μυήσεις όταν είμαστε σε φυσική ενσάρκωση;
A. Η μύηση ουσιαστικά είναι η επίδειξη της βαθμιαίας πνευματοποίησης της ύλης από την ψυχή. Κάθε μύηση καταγράφει και σταθεροποιεί μιαν ανώτερη δόνηση και φέρνει στα οχήματα ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό φωτός. Όλα αυτά δεν μπορούν να συμβούν παρά μόνο όταν βρισκόμαστε στο φυσικό επίπεδο.
E. Θα μπορούσατε να μας πείτε πόσοι μύστες βρίσκονται σε καθένα από τα στάδια του μονοπατιού της μύησης;
A. Σε ενσάρκωση τούτη την εποχή βρίσκονται περίπου 800.000 άνθρωποι που έχουν πάρει την πρώτη μύηση· 240.000 που έχουν πάρει τη δεύτερη· 2-3.000 που έχουν πάρει την τρίτη· και 450 μύστες τετάρτου βαθμού.
E. Είναι δυνατόν να υπολογίσει κανείς σε ποιο σημείο εξέλιξης βρίσκεται;
A. Ναι, είναι δυνατόν να υπολογίσει κανείς, με αρκετή ακρίβεια, το σημείο της εξέλιξής του – αν είναι αρκετά αντικειμενικός. Μελετήστε τις προϋποθέσεις της μύησης όπως δίνονται στο βιβλίο "Μύηση, Ανθρώπινη και Ηλιακή", της Αλίκης Μπέιλι. Εξετάστε όσο πιο αντικειμενικά και τίμια μπορείτε κατά πόσο συγκεντρώνετε ή όχι αυτές τις προϋποθέσεις. Μ' αυτό τον τρόπο, θα μπορέσετε να υπολογίσετε το πιθανό σας σημείο εξέλιξης. Φυσικά, η αντικειμενικότητα και η αυτογνωσία είναι ουσιώδεις εδώ: ξέρω κάποιον που ήταν στα πρόθυρα της πρώτης μύησης και ο οποίος, αφού μελέτησε το παραπάνω έργο, συμπέρανε με πολύ ικανοποίηση ότι βρισκόταν ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη μύηση! Μια ματιά στον κατάλογο των μυστών και των ακτίνων τους θα βοηθήσει περαιτέρω στον υπολογισμό του σημείου τής εξέλιξής σας. Τα πράγματα μπαίνουν σε σωστή προοπτική όταν συνειδητοποιείς ότι δυνατές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας, όπως ο Γκάντι ή ο Χίτλερ, ήταν μύστες δευτέρου βαθμού. Να θυμάστε ότι ο μαθητής γνωρίζεται από το βαθμό του ελέγχου που έχει πάνω στο περιβάλλον του, ενώ ο μύστης αναγνωρίζεται από την έκταση της υπηρεσίας του στον κόσμο.
E. Πόσο σημαντικό είναι να ξέρει κανείς το δικό του στάδιο ανάπτυξης;
A. Δεν είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκεται πάνω στο Μονοπάτι. Υπάρχουν πολλοί δραστήριοι μύστες που εργάζονται στον κόσμο χωρίς να έχουν συνειδητή γνώση του ότι είναι μύστες. Από το άλλο μέρος, το να ξέρει κανείς σε ποιο στάδιο βρίσκεται είναι χρήσιμο, υπό τον όρο ότι αυτή η γνώση δεν θα τροφοδοτήσει τις θυμαπάτες του – είτε την αυταπάτη της επίτευξης είτε την αυταπάτη της αυτο-υποτίμησης. Βοηθάει να μπουν τα πράγματα σε σωστή προοπτική το να ξέρεις ότι έχεις ακόμα να ταξιδέψεις άλφα απόσταση στο Μονοπάτι, ότι υπάρχουν άλλοι πιο προχωρημένοι, καθώς και άλλοι λιγότερο προχωρημένοι, και ότι όλοι προχωράμε μπροστά μαζί. Βοηθάει, επίσης, να δώσει σκοπό στη ζωή το να ξέρεις, όχι απλώς θεωρητικά αλλά συγκεκριμένα, ότι στέκεσαι σ' ένα ορισμένο σημείο. Αυτό ενεργοποιεί τη θέληση. Ο κίνδυνος, βέβαια, είναι ότι αυτή η γνώση μπορεί να ξυπνήσει μια αίσθηση αυταρέσκειας, ικανοποίησης με τις επιτεύξεις που έχουν ήδη γίνει.
E. Πώς θα μπορούσα ν' αναγνωρίσω ένα μύστη πρώτου βαθμού ανάμεσα στους φίλους μου;
A. Ο μύστης πρώτου βαθμού θα έχει αποχτήσει σημαντικό βαθμό ελέγχου πάνω στις επιθυμίες του φυσικού σώματος. Θα έχει μια γενική στάση αγαθής πρόθεσης και μια ενότητα με όλους τους ανθρώπους και μια έντονη επιθυμία για αλτρουιστική υπηρεσία. Ανάλογα με το πεδίο υπηρεσίας που θα έχει επιλέξει μπορεί να τον ενδιαφέρει ή να μην τον ενδιαφέρει η εσωτερική διδασκαλία, θα επιδεικνύει όμως μια δημιουργικότητα σε κάποιο τομέα. Ο ιδεαλισμός θα είναι κατά κανόνα έντονος, μαζί με μιαν αυξανόμενη αίσθηση ομαδικής συνείδησης. Ας προσθέσω ότι ο μύστης αποχτά όλο και περισσότερη επίγνωση του κόσμου του νοήματος και ότι μεγαλώνει συνεχώς η ανάγκη και η ικανότητά του να εκφράζει αυτή την επίγνωση.
E. Πώς παίρνει κανείς την πρώτη μύηση;
A. Η ψυχή του ατόμου το οδηγεί στη μύηση μέσ' από διαλογισμό και υπηρεσία, ενώ ο Δάσκαλος ενεργεί σαν ένα είδος μαίας για τη "γέννηση του Χριστού μέσα στο σπήλαιο της καρδιάς". Όταν ο υποψήφιος είναι έτοιμος – όταν τα τσάκρα του μπορούν ν' αντέξουν τον αντίκτυπο της ενέργειας από τη ράβδο της δύναμης – οδηγείται τότε μπροστά στο Χριστό, το Μυσταγωγό για την πρώτη και τη δεύτερη μύηση.
E. Αν είχα μια μυστικιστική εμπειρία, πώς θα μπορούσα να ξέρω αν αυτή ήταν ή όχι η πρώτη μύηση;
A. Αν είχατε μια μυστικιστική εμπειρία, μπορείτε να είστε σίγουρος ότι δεν ήταν η πρώτη μύηση! Καθώς ο εσώτερος άνθρωπος, με τα κέντρα του να φλέγονται από τη φωτιά της ράβδου της μύησης, επιστρέφει στο φυσικό σώμα, η πρώτη αντίδραση είναι σχεδόν πάντα μια αντίδραση φυσικής ανισορροπίας. Συχνά, μια αίσθηση επαπειλούμενου θανάτου – παρ' όλες τις ενδείξεις καλής υγείας – είναι το πιο δυνατό αίσθημα. Αυτές οι καθαρά φυσικές (σωματικές) αντιδράσεις μπορεί ν' ακολουθούνται, νωρίτερα ή αργότερα, από αόριστες αναμνήσεις μυστικών γεγονότων ή τελετών, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα.
E. Ένας μύστης που βρίσκεται εν ζωή ξέρει για τη μύησή του και την ακτινική του δομή;
A. Όχι κατ' ανάγκη. Υπάρχουν πάντα πολλοί μύστες, μέχρι και την τρίτη μύηση, που δεν ξέρουν τίποτα γι' αυτά τα θέματα και δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τις εσωτερικές διδασκαλίες. Και μάλιστα, στον ιδιαίτερο τομέα τους, ενδέχεται να υπηρετούν καλύτερα σε τούτη τη ζωή με το να μην έχουν τέτοια ενδιαφέροντα. (Έχω κατά νου, λόγου χάρη, τους 'ανθρώπους της δράσης' στην πολιτική ή τη βιομηχανία, οι οποίοι χρειάζονται έναν εξωτερικό εστιασμό και για τους οποίους η ενδοσκόπηση που πάει με το διαλογισμό θα ήταν εμπόδιο). Υπάρχουν πολλοί, επίσης, που έχουν πάρει την πρώτη ή ακόμα και τη δεύτερη μύηση σε προηγούμενη ζωή αλλά δεν έχουν καμιά ανάμνηση του γεγονότος – ακόμα κι αν είναι εξοικειωμένοι με τις εσωτερικές διδασκαλίες. Επίσης, δεδομένου ότι η εσωτερική ψυχολογία είναι ακόμα σε νηπιακή, θα λέγαμε, ηλικία, είναι ελάχιστοι εκείνοι που γνωρίζουν την ακτινική δομή τους. Αυτό, βέβαια, θ' αλλάξει, καθώς το ενδιαφέρον γι' αυτά τα θέματα θα ευρύνεται.
E. Πώς εξηγείται η φαινομενική αντινομία ότι, ενώ τεράστιος αριθμός σημερινών ανθρώπων επιτελούν μ' επιτυχία περίπλοκες νοητικές εργασίες (όπως οι εμπειρογνώμονες ασφαλίσεων, οι μαθηματικοί κ.τ.λ.), ωστόσο οι άνθρωποι που έχουν προχωρήσει πέρα από την πρώτη μύηση και ιδιαίτερα πάνω από το βαθμό 1,5 – που σημαίνει ότι είναι νοητικά πολωμένοι – είναι σχετικά λιγότεροι;
A. Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η τεράστια ποσότητα νοήμονος νοητικής εργασίας που έχουν να επιδείξουν εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα εξακολουθεί να είναι η δραστηριότητα του κατώτερου νου. Η πραγματικά δημιουργική εργασία των εμπνευσμένων μαθηματικών, επιστημόνων κ.ο.κ. επιτελείται πάντα από μύστες κάποιου βαθμού. Αυτό που δεν μπορεί να διδαχτεί είναι αποτέλεσμα της ενόρασης, του ανώτερου νου, και προκύπτει από το ξεδίπλωμα και την επίδραση της ψυχής. Πέρα απ' αυτό, ο βαθμός 1,5 δεν είναι παρά το αρχικό στάδιο της νοητικής πόλωσης, η οποία δεν θεωρείται ολοκληρωμένη παρά μόνο όταν κανείς φτάσει στο βαθμό 2,5, οπότε αρχίζει η πνευματική πόλωση.
Ένας άλλος παράγοντας είναι ο εξής: το να έχει κανείς συνείδηση ενός επιπέδου (και συνεπώς την ικανότητα να χρησιμοποιεί τις ενέργειες αυτού του επιπέδου) είναι κάτι το πολύ διαφορετικό από τον έλεγχο αυτού του επιπέδου. Ο μύστης πρέπει να επιδείξει έλεγχο σε κάθε επίπεδο – φυσικό, αστρικό και νοητικό – καθώς προχωρεί προς την τελειότητα.
E. Μήπως οι άνθρωποι που έχουν πάρει την πρώτη και τη δεύτερη μύηση σε προηγούμενη ζωή διαπιστώνουν ότι διαθέτουν, χωρίς προσπάθεια, τις ικανότητες που ανέπτυξαν στην προηγούμενη ζωή (π.χ. τον έλεγχο του φυσικού σώματος, ή και τον έλεγχο του συναισθηματικού σώματος στην περίπτωση του μύστη δευτέρου βαθμού); Ή μήπως χρειάζεται να 'επικυρώσουν' ξανά αυτές τις ικανότητες, με το να πάρουν και πάλι αυτές τις μυήσεις προτού να προχωρήσουν σε ανώτερη εργασία (οπότε υποθέτω ότι αυτή η επανάληψη της μύησης θα είναι ευκολότερη);
A. Ο βαθμός ελέγχου που πετυχαίνει κανείς σε οποιαδήποτε ζωή (και ο οποίος μπορεί και να μην είναι πλήρης, παρά το γεγονός ότι το άτομο έχει πάρει τη μύηση) μεταφέρεται στην επόμενη. Ο δονητικός ρυθμός κάθε σώματος προσδιορίζεται από το δονητικό ρυθμό των μονίμων ατόμων (φυσικό, αστρικό και νοητικό), γύρω από τα οποία σχηματίζεται η ύλη των νέων σωμάτων. Κάθε μύηση λαμβάνεται μόνο μια φορά και σταθεροποιεί αυτό το δονητικό ρυθμό.
E. Τι μπορεί κανείς να κάνει συνειδητά για να επισπεύσει τη διεργασία της νοητικής πόλωσης εκτός από το διαλογισμό διαβίβασης ή παράλληλα μ' αυτόν;


A. Η νοητική πόλωση είναι το αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας μετατόπισης της συνείδησης από το αστρικό/συναισθηματικό επίπεδο στο νοητικό επίπεδο και συντελείται κατά την περίοδο από την πρώτη ώς τη δεύτερη μύηση. Το αστρικό όχημα είναι το πιο έντονα αναπτυγμένο σώμα που έχει η ανθρωπότητα· χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για την τελειοποίησή του και οι περισσότεροι άνθρωποι δυναστεύονται από τη δράση του (ή μάλλον από τα αστρικά στοιχειακά που το απαρτίζουν). Ο Δάσκαλος Τζιαλ Κουλ έχει γράψει ότι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο είναι το να θέσεις υπό έλεγχο το αστρικό σου όχημα. Αυτό γίνεται από το νοητικό επίπεδο και χρειάζεται πολλές ή αρκετές ζωές για να επιτευχθεί.
Τα αστρικά επίπεδα (υπάρχουν εφτά συνολικά) είναι τα επίπεδα της συναισθηματικής πλάνης ή θυμαπάτης. Όταν το φως του νοητικού επιπέδου διασκορπίσει τις ομίχλες της θυμαπάτης, συντελείται τότε μια βαθμιαία μετατόπιση της πόλωσης. Πολλοί άνθρωποι συγχέουν τις συναισθηματικές με τις νοητικές λειτουργίες. Έχουν την εντύπωση ότι 'σκέφτονται', όταν στην πραγματικότητα ντύνουν τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις με αστρικές μορφές σκέψης, που τις εκλαμβάνουν εσφαλμένα για 'σκέψεις'. Κάθε τι, επομένως, που εστιάζει το νου, που τον θέτει σε λειτουργία μπροστά σε κάθε κατάσταση ή αντίδραση, επιταχύνει τη μετατόπιση της πόλωσης. Ο διαλογισμός κάθε είδους (εκτός από κείνη την κατάσταση αρνητικής ονειροπόλησης που τόσο συχνά περνάει για διαλογισμός), είναι μια σπουδαία κινητήρια δύναμη προς αυτή την κατεύθυνση· η αποφασισμένη, σταθερή κι ευσυνείδητη προσπάθεια να παρατηρεί κανείς όσο γίνεται πιο απρόσωπα και πιο έντιμα όλες τις αντιδράσεις του, σε κάθε περίσταση, και ιδιαίτερα στις περιστάσεις εκείνες που τον αναστατώνουν περισσότερο· η κατανόηση της ακτινικής του δομής – που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει και τις αστρικές του πλάνες· η αφιέρωση της ζωής του στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, που θα τον οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποκέντρωση· όλ' αυτά βοηθούν να μετατοπιστεί η πόλωση της συνείδησης στο ανώτερο επίπεδο, φέρνοντας έτσι το φως της ψυχής σε κάθε περίσταση της ζωής.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Πρέπει κανείς να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1168a28–1169b2

(ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1168a28–1172a15: Απορίες σχετικά με τη φιλία) Πρέπει κανείς να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους;
Λίγο πριν ολοκληρώσει το Ι´ βιβλίο και την πραγμάτευσή του σχετικά με τη φιλία (βλ. σχετικά και ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1155a3–1156a5), ο Αριστοτέλης εξετάζει κάποιες ακόμη πτυχές του θέματος, απαντώντας σε ορισμένες καίριες απορίες που θα μπορούσαν να τεθούν.Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Απορίες γεννά και το αν κάποιος πρέπει ν' αγαπά τον εαυτόν του περισσότερο από τους άλλους. Κατακρίνουν αυτούς που αγαπούν τον εαυτό τους (30) και τους αποκαλούν εγωιστές σα να συμπεριφέρονται αισχρά. Βέβαια ο φαύλος κάμνει τα πάντα για χάρη του εαυτού του και όσο πιο μοχθηρός είναι, τόσο περισσότερο (κατηγορείται μάλιστα ότι δεν πράττει παρά μονάχα ό,τι του φέρνει ωφέλεια). Ο ενάρετος άνθρωπος δεν ενεργεί παρά μονάχα για το καλό και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο είναι πιο ευγενής, και για το συμφέρον του φίλου του, (35) παραμελεί το δικό του. Όμως τα γεγονότα δεν συμφωνούν μ' αυτόν τον ισχυρισμό, [1168b] και μάλιστα όχι αδικαιολόγητα. Λένε λοιπόν, ότι πρέπει ν' αγαπά κανείς πάρα πολύ εκείνον που είναι πάρα πολύ φίλος του. Και φίλος είναι εκείνος που επιθυμεί για τον φίλο του να αποκτήσει τα αγαθά που του εύχεται, έστω κι αν ακόμη δεν πρόκειται να το μάθει κανένας. Και τα γνωρίσματα αυτά τα φέρνει ο άνθρωπος μέσα του, στον εαυτό του απέναντι του εαυτού του, όπως κι όλα τ' άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την φιλία. (5) Γιατί όπως είπαμε προηγουμένως τα δείγματα της φιλίας προέρχονται απ' αυτό το ίδιο το άτομο και απλώνονται στα άλλα άτομα. Κι οι παροιμίες συμφωνούν. Π.χ.: «μια ψυχή», «κοινά τα των φίλων», «ισότητα είναι αγάπη», «το γόνατο είναι πιο κοντά από την κνήμη». Γιατί όλα αυτά ισχύουν για τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του. (10) Ο καθένας είναι ωραιότερος από τους φίλους για τον εαυτό του, γι' αυτό και πρέπει κανείς ν' αγαπά προπαντός τον εαυτό του. Υπάρχει όμως δικαιολογημένα αμφιβολία για το ποιαν από τις δύο γνώμες πρέπει να δεχθούμε, γιατί κι οι δύο είναι αξιόπιστες.
Γι' αυτό ίσως πρέπει να διακρίνουμε και να καθορίζουμε πόσο και πώς τα λόγια αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Αν λάβουμε υπ' όψιν μας τον τρόπο, με τον οποίο τα δύο μέρη αντιλαμβάνονται τον εγωισμό, το ζήτημα ξεκαθαρίζεται γρήγορα. (15) Άλλοι ονομάζουν, με κάποια κατηγόρια, εγωιστές εκείνους που δίνουν στον εαυτό τους τόσο από την άποψη χρημάτων, όσο και από την άποψη τιμών και σωματικών ηδονών, το μεγαλύτερο μερίδιο. Γιατί αυτά ορέγονται και για την απόκτησή τους κοπιάζουν επειδή τα θεωρούν άριστα, και γι' αυτό γίνεται αγώνας για να τα αποκτήσουν. Οι πλεονέκτες γι' αυτά τα πράγματα παραδίνονται στις αισθησιακές απολαύσεις, (20) και στα πάθη τους, καθώς και στο άλογο μέρος της ψυχής ολοκληρωτικά. Οι τέτοιοι αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας και επειδή αυτή η ανθρωπότητα είναι διεστραμμένη, η λέξη «εγωισμός» χρησιμοποιήθηκε εδώ με την κακή της έννοια. Οι εγωιστές αυτοί επικρίνονται δίκαια. Το ότι ονομάζονται εγωιστές εκείνοι που παρέχουν στον εαυτό τους τα αγαθά που αναφέραμε παραπάνω, είναι αυτονόητο. (25) Κανείς δεν θα ονόμαζε εγωιστές και δεν θα κατηγορούσε σαν τέτοιους εκείνους που προσπαθούν να ασκούν την δικαιοσύνη ή να ενεργούν με σωφροσύνη ή να συμμορφώνονται με τις διάφορες αρετές, για να μιλήσουμε σύντομα, εκείνους που κάμνουν το καλό για τον εαυτό τους. Κι όμως οι τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να φαίνονται εξαιρετικά εγωιστές, επειδή προσφέρουν στους εαυτούς τους τα καλύτερα και μεγαλύτερα αγαθά, (30) εξυπηρετούν με χαρά το κυριότερο μέρος της ψυχής τους και πειθαρχούν σ' αυτό, σχετικά με όλα. Καθώς, λοιπόν, ακριβώς η πολιτεία όπως και κάθε άλλο οργανωμένο σύστημα, φαίνονται από το ευγενέστερο μέρος αυτών, έτσι και ο άνθρωπος. Επομένως ο περισσότερο εγωιστής από τους ανθρώπους είναι εκείνος που αγαπά πάρα πολύ το μέρος αυτό και συμμορφώνεται με τις εντολές του. Εγκρατής και ακρατής ονομάζεται κάποιος (35) εφόσον κυριαρχεί ή δεν κυριαρχεί σ' αυτόν ο νους, σα να αποτελούσε αυτός την πραγματική του ουσία. [1169a] Ακόμη φαίνεται ότι οι πράξεις μας είναι τόσο περισσότερο προσωπικές και θεληματικές, εφόσον συμφωνούν με το λόγο. Το ότι αυτό, δηλ. ο λόγος, είναι τουλάχιστον ως επί το πλείστον αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος, και ότι ο ενάρετος τον αγαπά εξαιρετικά, είναι φανερό. Γι' αυτό όποιος χαρακτηρίζεται σαν εγωιστής με την ακριβή σημασία της λέξεως, δεν είναι καθόλου όμοιος μ' εκείνον, που, όπως είδαμε, (5) επικρίνεται και διαφέρει τόσο όσο το ζειν σύμφωνα με τις προσταγές του λόγου, από το ζειν κάτω από την επίδραση των παθών, εφόσον διαφέρει η προσπάθεια για να επιτύχουμε το αγαθό, από την προσπάθεια να αποκτήσουμε εκείνο που μας φαίνεται συμφέρον.
Τους ανθρώπους, λοιπόν, εκείνους που καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκτελέσουν πράξεις ηθικά ωραίες, όλοι τους επιδοκιμάζουν και τους επαινούν. Αν όλοι συναγωνίζονταν για χάρη του καλού και προσπαθούσαν δυναμικά να το πραγματοποιήσουν, (10) η κοινωνική ομάδα θα κέρδιζε τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια δράση κι ο καθένας θ' απολάμβανε τα μεγαλύτερα αγαθά, αφού η αρετή συνίσταται στο σημείο αυτό. Ώστε ο ενάρετος πρέπει ν' αγαπά τον ίδιο τον εαυτό του (γιατί πράττοντας το καλό ωφελεί και τον εαυτό του και τους άλλους). Αντίθετα ο κακός δεν πρέπει να αγαπά τον εαυτό του (γιατί πράττοντας αυτό βλάπτει και τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του). (15) Στον κακό υπάρχει διαφωνία μεταξύ εκείνου που πράττει και εκείνου που δεν πρέπει να πράττει, αντίθετα ο ενάρετος πράττει ό,τι πρέπει να πράττει. Πραγματικά κάθε διάνοια διαλέγει για τον εαυτό της το καλύτερο κι ο ενάρετος πειθαρχεί στη διάνοιά του. Είναι αλήθεια ότι ο ηθικός άνθρωπος κάμνει πολλά για χάρη των φίλων του και για χάρη της πατρίδας, κι αν ακόμη πρόκειται να πεθάνει για χάρη τους. (20) Επίσης θα προτιμήσει ν' απαρνηθεί και χρήματα και τιμές και γενικά όλα τα τόσο πολυπόθητα αγαθά, για ν' αποκτήσει αντί γι' αυτά ό,τι είναι πραγματικά καλό και ωραίο, και να προτιμήσει ν' απολαύσει μιαν υπέρτατη ικανοποίηση για λίγο χρονικό διάστημα παρά μια μέτρια τέτοια για πολύ καιρό. Θα προτιμήσει ένα χρόνο γεμάτο από ωραίες πράξεις, παρά πολλά χρόνια κι όπως τύχει. Μια ωραία και μεγαλοπρεπής πράξη θα του φανεί προτιμότερη από πολλές και ασήμαντες πράξεις. (25) Αυτό συμβαίνει σίγουρα σ' αυτούς που πεθαίνουν για τους φίλους και για την πατρίδα τους, επειδή διαλέγουν για τον εαυτό τους ένα αντικείμενο υπέρτατου ηθικού κάλλους. Ακόμη και χρήματα είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν οι ενάρετοι άνθρωποι για ν' αποκτήσουν οι φίλοι τους περισσότερα. Οι φίλοι θα κερδίσουν χρήματα και οι ίδιοι το ηθικά ωραίο. Έτσι οι ενάρετοι άνθρωποι προσφέρουν στους εαυτούς τους το μεγαλύτερο αγαθό. Το ίδιο συμβαίνει και σχετικά με τις τιμές και τα αξιώματα. (30) Θα τα παραχωρήσουν όλα αυτά στους φίλους τους επειδή αυτό είναι ωραίο και αξιέπαινο γι' αυτούς. Δικαιολογημένα οι τέτοιοι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι ενάρετοι επειδή προτιμούν το αγαθό από κάθε άλλο πράγμα. Επίσης αφήνουν τους φίλους τους να ενεργούν αντί γι' αυτούς για το λόγο ότι είναι ωραιότερο να παρέχει κάποιος τη δυνατότητα στο φίλο του, να εκτελεί μια πράξη παρά να την εκτελεί αυτός ο ίδιος. (35) Σ' όλες, λοιπόν, τις πράξεις για τις οποίες είναι δυνατό κάποιος να αποκομίζει έπαινο, ο ενάρετος άνθρωπος επιδιώκει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο αγαθό. [1169b] Σύμφωνα μ' αυτό το πνεύμα πρέπει να κρίνουμε εκείνον που αγαπά τον εαυτό του όπως είπαμε κι όχι όπως τον αντιλαμβάνεται ο όχλος.
ΠΥΓΗ
ΠΥΛΗ

Παράγοντες που ευνοούν μια αληθινή φιλική σχέση

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1166a1–1168a27

Παράγοντες που ευνοούν μια αληθινή φιλική σχέση
Εξετάζοντας τη φιλία στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνικής ζωής, ο Αριστοτέλης προχωρά στις ακόλουθες παρατηρήσεις:Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[1166a] Ο τρόπος με τον οποίο φανερώνεται η αγάπη στους φίλους μας και τα γνωρίσματα με τα οποία ορίζεται η έννοια της φιλίας, προήλθαν, όπως φαίνεται, από τη συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι νομίζουν σα φίλο τους εκείνον που επιθυμεί και κάμνει για χάρη τους το αγαθό, ή εκείνον που ποθεί την ύπαρξη και τη ζωή για τον φίλο του, (5) συναίσθημα που κυριεύει τη μητέρα για τα παιδιά της και τους φίλους σε περίπτωση που, εξαιτίας προστριβών, δεν μπορούν να ζουν μαζί. Άλλοι θεωρούν σα φίλο αυτόν που συζεί μαζί τους και έχει τις ίδιες ορέξεις ή συμμερίζεται τις ίδιες οδύνες και ηδονές πράγμα που συμβαίνει πάλι προπαντός στις μητέρες για τα παιδιά τους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα διάφορα αυτά γνωρίσματα, ορίζουν τη φιλία. (10) Όλα αυτά υπάρχουν στον ενάρετο άνθρωπο σχετικά με τον εαυτό του και σε ίση μοίρα και στους άλλους ανθρώπους, εφόσον πιστεύουν ότι είναι ενάρετοι. Γιατί φαίνεται ότι η αρετή κι ο ενάρετος άνθρωπος είναι το μέτρο κάθε πράγματος, όπως είπαμε. Αυτός ο τελευταίος βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον εαυτό του και επιθυμεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του, κάθε φορά τα ίδια πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, (15) ποθεί το αγαθό και ό,τι του φαίνεται τέτοιο και το εκτελεί (γιατί γνώρισμα του αγαθού ανθρώπου είναι να πραγματοποιεί το αγαθό) και για χάρη του εαυτού του, για χάρη δηλ. του διανοητικού μέρους της ψυχής, που, όπως φαίνεται, αποτελεί κάθε άνθρωπο. Εκτός απ' αυτό θέλει να ζει, να διατηρεί τον εαυτό του στη ζωή και μάλιστα να διατηρεί εκείνο, με το οποίο σκέπτεται, επειδή για τον ενάρετο άνθρωπο η ύπαρξη είναι αγαθό. (20) Κι ο καθένας ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του και δε θέλει να μεταβάλλεται σε τρόπο, ώστε ν' απολαμβάνει με τη νέα του μορφή όλα τα αγαθά. Γιατί κι ο θεός κατέχει το αγαθό, αλλά, το κατέχει ήδη, γιατί είναι τώρα, όπως ήταν πάντοτε. Ώστε κάθε άνθρωπος φαίνεται ότι είναι εκείνο που μέσα του γεννά τη διανόηση· επίσης ο ενάρετος επιθυμεί να ζει με τον εαυτό του, γιατί βρίσκει στην κατάσταση αυτή απόλαυση. Οι αναμνήσεις των περασμένων τού είναι ευχάριστες (25) και οι ελπίδες για το μέλλον, καλές, και είναι ακόμα οι τέτοιες ελπίδες γλυκές. Ο νους του είναι γεμάτος από αντικείμενα για μελέτη και παρατήρηση, και λυπάται και χαίρεται μαζί με τον εαυτό του. Το λυπηρό και το ευχάριστο είναι γι' αυτόν πάντοτε το ίδιο και όχι άλλη φορά άλλο, επειδή, κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει λόγο να μετανιώνει για τις πράξεις του. (30) Αφού, λοιπόν, τέτοια είναι τα συναισθήματα που διαθέτουν τον ενάρετο απέναντι του εαυτού του, και ότι διάκειται προς τους φίλους του όπως ακριβώς στον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος μας είναι ο άλλος εαυτός μας), φαίνεται ότι η φιλία έχει τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι φίλοι είναι εκείνοι που έχουν αυτά τα γνωρίσματα. Το ζήτημα αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία με τον ίδιο τον εαυτό μας, ας το αφήσουμε για την ώρα χωρίς να το εξετάσουμε. (35) Φαίνεται ότι υπάρχει φιλία, τουλάχιστον εκεί που βρίσκονται συνδυασμένα δύο ή περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναφέραμε, [1166b] κι ότι η υπερβολική φιλία μοιάζει με την αγάπη που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας.
Τα γνωρίσματα που είπαμε φαίνεται ότι υπάρχουν και στους πολλούς κι αν ακόμη είναι φαύλοι. Άραγε παρουσιάζουν μερικά απ' αυτά σύμφωνα με το μέτρο που τους αρέσει να πιστεύουν ότι υπάρχει στον εαυτό τους και μήπως φαντάζεται ότι είναι ενάρετος; (5) Το ότι κανένας φαύλος ή κακοποιός δεν κατέχει τέτοια γνωρίσματα, ούτε φαίνεται να κατέχει, είναι αυτονόητο. Αλλά αυτό ισχύει σχεδόν για όλους γενικά τους ανήθικους ανθρώπους, έχει δηλ. διχασθεί ο ίδιος ο εαυτός τους, και η πλεονεξία τους στρέφεται σε αντικείμενα διαφορετικά εκείνων, που θα επεδίωκε η έπειτα από σκέψη βούλησή τους, όπως συμβαίνει και στους ακρατείς. Αυτοί προτιμούν, αντί εκείνων που φαίνονται σ' αυτούς αγαθά, τα ευχάριστα που είναι σ' αυτούς βλαβερά. (10) Άλλοι, από δειλία ή τεμπελιά, απέχουν από το να εκτελούν ό,τι νομίζουν άριστο. Κι άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά και φοβερά εγκλήματα, είναι μισητοί για την κακία τους, αποφεύγουν τη ζωή και θέτουν τέρμα σ' αυτήν αυτοκτονώντας. Οι κακοί αναζητούν τους ανθρώπους με τους οποίους μπορούν να συζούν, αλλά κυρίως αποφεύγουν τον εαυτό τους, (15) γιατί φέρνουν πίσω στη μνήμη πολλά και φοβερά πράγματα. Κλεισμένοι στον εαυτό τους δεν αντικρύζουν παρά ένα όμοιο μέλλον, ενώ όταν συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους τα ξεχνούν όλα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε σ' αυτούς που να είναι αξιαγάπητο, δεν είναι φίλοι ούτε και με τον εαυτό τους. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αισθάνονται ούτε χαρά ούτε λύπη για τον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί η ψυχή τους επαναστατεί, (20) και το ένα μέρος της πάσχει από την κακία τους, εξαιτίας των στερήσεών τους, και το άλλο χαίρεται, και το ένα τραβά την ψυχή προς τα εδώ, το άλλο προς τα εκεί, σα να την κομμάτιαζαν. Αφού, λοιπόν, δεν είναι δυνατό να νιώθουν συγχρόνως ηδονή κι οδύνη, η οδύνη διαδέχεται σ' αυτούς την ηδονή μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ώστε θα επιθυμούσαν να μην την είχαν ποτέ δοκιμάσει. Γιατί οι φαύλοι είναι διαρκώς μετανιωμένοι. (25) Ώστε φαίνεται πως ο φαύλος δεν είναι διατεθειμένος φιλικά ούτε απέναντι του εαυτού του, γιατί δεν έχει τίποτε αξιαγάπητο. Επομένως, επειδή μια τέτοια κατάσταση είναι πάρα πολύ άθλια, έχουμε υποχρέωση ν' αποφεύγουμε με όλη μας τη δύναμη την κακία και να προσπαθούμε να είμαστε ενάρετοι. Μ' αυτόν τον τρόπο θα είμαστε φίλοι του εαυτού μας και θα γινόμαστε και φίλοι των συνανθρώπων μας.
(30) Η εύνοια μοιάζει με την φιλία, αλλά δεν είναι φιλία. Εύνοια μπορεί να νιώθει κανένας και για άγνωστα πρόσωπα χωρίς να το ξεύρουν. Γι αυτό έχουμε μιλήσει και προηγουμένως. Όμως η εύνοια δεν είναι ούτε αγάπη γιατί δεν φέρνει μαζί της ούτε την ένταση ούτε την ορμή της ψυχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνυφασμένα με την αγάπη. Η αγάπη προϋποθέτει την σύναψη των συνηθισμένων σχέσεων, (35) ενώ η εύνοια μπορεί να γεννηθεί ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τους αθλητές, [1167a] στους οποίους χαρίζουμε την εύνοιά μας κι επιθυμούμε γι' αυτούς το έπαθλο, χωρίς όμως να συμπράττουμε μ' αυτούς, επειδή, όπως είπαμε, η εύνοια είναι γέννημα της στιγμής, και η αγάπη που υπεισέρχεται σ' αυτήν είναι επιφανειακή. Επομένως, φαίνεται ότι η εύνοια είναι η αρχή της φιλίας, όπως η αρχή του έρωτα είναι η ηδονή από την θέαση ενός προσώπου, (5) γιατί κανείς δεν ερωτεύεται, πριν σαγηνευθεί από την μορφή αυτού του προσώπου. Πάντως αυτός που έλκεται από την ομορφιά δεν είναι ακόμη σε θέση ν' αγαπά, αλλά πρέπει να ποθεί αυτόν που λείπει και να επιθυμεί την παρουσία του. Επίσης είναι αδύνατο να δημιουργηθεί φιλία, αν δεν προηγηθεί εύνοια, αλλά η εύνοια δεν είναι ακόμη φιλία, γιατί εκείνος που διάκειται ευνοϊκά επιθυμεί μονάχα το αγαθό, (10) αλλά δεν προσφέρει για την επίτευξή του την βοήθειά του, ούτε καταβάλλει σχετική προσπάθεια. Γι' αυτό μπορεί να ονομάσει κάποιος την εύνοια αδρανή φιλία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου φτάνει ως το σημείο συνάψεως οικογενειακών σχέσεων και γίνεται πραγματική φιλία, όχι για χάρη ιδιοτελούς συμφέροντος και απόλαυσης, γιατί ούτε και η εύνοια γεννιέται απ' αυτά. Αυτός, λοιπόν, που ευεργετήθηκε, (15) χαρίζοντας την εύνοιά του για τις ευεργεσίες που του δόθηκαν, ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο. Κι η εύνοια εκείνου που επιθυμεί την ευημερία των συνανθρώπων του με την ελπίδα να ωφεληθεί απ' αυτήν, δεν μοιάζει να απευθύνεται στους άλλους, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ακριβώς δεν είναι ούτε φίλος εκείνος που περιποιείται τον φίλο του για χάρη κάποιου συμφέροντος. Συμπερασματικά, η εύνοια γεννιέται από κάποιαν αρετή και χρηστότητα, (20) όταν δηλ. εμφανισθεί κάποιος άνθρωπος καλός, ανδρείος ή κάτι τέτοιο, όπως συμβαίνει και με τους αθλητές, όπως είπαμε.
Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κι αυτή ένα είδος φιλίας και γι' αυτό δεν πρέπει να την συγχέουμε με την ομογνωμοσύνη (όμοια γνώμη), γιατί ομογνωμοσύνη μπορεί να υπάρχει κι εκεί που οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Επίσης δεν ονομάζει κανένας ομονοούντες εκείνους που έχουν την ίδια γνώμη για ένα ζήτημα, (25) π.χ. για τα ουράνια φαινόμενα (γιατί η τέτοια συμφωνία γνώμης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη φιλικών δεσμών), αλλά λέει, ότι οι πόλεις ομονοούν, όταν επικρατούν οι ίδιες γνώμες σχετικά με τα κοινά συμφέροντα, όταν παίρνονται οι ίδιες αποφάσεις και πραγματοποιούνται όσα αποφασίστηκαν από κοινού. Ομόνοια, λοιπόν, υπάρχει, όταν πρόκειται για ζητήματα πάνω στο πεδίο της δράσης, και μάλιστα για ζητήματα, που είναι σπουδαία (30) ή αποβλέπουν στο συμφέρον των δυο μερών ή όλων των πολιτών. Σύμφωνα μ' αυτά, υπάρχει, λ.χ. ομόνοια σε μια πόλη, όταν αποφασίσουν όλοι μαζί, οι αρχές να είναι αιρετές, ή όταν όλοι οι ολίτες πάρουν την απόφαση ν' αναθέσουν την διακυβέρνηση της πόλης τους στον Πιττακό αν κι ο ίδιος συμφωνούσε μ' αυτό. Αλλά αν ο καθένας θέλει να βρίσκεται επικεφαλής της πολιτείας, τότε, όπως γίνεται στις Φοίνισσες γεννιούνται έριδες. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει ομόνοια, μονάχα όταν τα δύο μέρη επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, (35) αλλά όταν επιθυμούν να το δουν πραγματοποιημένο σ' ένα και το αυτό πρόσωπο: όταν λ.χ. [1167b] ο λαός και οι ξεχωριστοί πολίτες θέλουν ν' ανατεθεί η κυβέρνηση στους «άριστους» γιατί τότε γίνεται πραγματικότητα εκείνο που όλοι επιθυμούν.
Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι φιλία ανάμεσα στους πολίτες, όπως ακριβώς και ονομάζεται, γιατί αυτή ασχολείται με τα συμφέροντα και τις αξιώσεις της ζωής. Μια τέτοια ομόνοια συναντούμε στους ενάρετους, (5) γιατί αυτοί ομονοούν και με τον ίδιο τον εαυτό τους και με τους συνανθρώπους των, για το λόγο ότι μένουν, κατά κάποιον τρόπο, πάντοτε οι ίδιοι. Γιατί οι θελήσεις τέτοιων ανθρώπων είναι σταθερές, και δεν κυμαίνονται εδώ κι εκεί, όπως τα ύδατα του Ευρίπου. Εκείνο που επιδιώκουν είναι το δίκαιο και το συμφέρον, και την πραγματοποίηση αυτών την ποθούν από κοινού. Οι φαύλοι δεν ομονοούν (10) ή ομονοούν λίγο χρονικό διάστημα, όπως δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι, γιατί όσον αφορά όλα εκείνα που μπορούν να τους παράσχουν ωφέλεια είναι πλεονέχτες, αλλά όταν πρόκειται να καταβάλλουν κουραστικές προσπάθειες ή να αναλάβουν δημόσιες λειτουργίες, δεν κάμνουν τίποτε. Επειδή ο καθένας απ' αυτούς επιδιώκει αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον, ελέγχει τους συμπολίτες του και τους εμποδίζει ν' αποκτούν εκείνο που τους ανήκει. Άλλωστε, επειδή δεν εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα η πολιτεία καταστρέφεται. Εξαιτίας των προκαλούνται έριδες μεταξύ των πολιτών, (15) γιατί οι φαύλοι ασκούν βία, οι μεν εναντίον των δε, και αρνούνται να εκτελέσουν δίκαιες πράξεις.
Φαίνεται πως οι ευεργέτες αγαπούν εκείνους που ευεργέτησαν περισσότερο από όσο εκείνοι που ευεργετήθησαν τους ευεργέτες των, και στο σημείο αυτό υπεισέρχεται κάποιος παραλογισμός που αξίζει να τον εξετάσουμε. Οι περισσότεροι έχουν τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται (20) στο ότι οι πρώτοι είναι δανειστές και οι δεύτεροι οφειλέτες. Όπως λοιπόν στα δάνεια οι χρεοφειλέτες επιθυμούν να μην υπάρχει κανένας στον οποίο να χρωστούν, οι δανειστές φροντίζουν για την ευημερία των οφειλετών, έτσι κι οι ευεργέτες επιθυμούν να ζήσουν οι ευεργετηθέντες με την ελπίδα ότι αυτοί κάποτε θ' ανταποδώσουν την ευεργεσία. (25) Αντίθετα οι ευεργετούμενοι δεν φροντίζουν ν' ανταποδώσουν την χάρη.
Ο Επίχαρμος ίσως να έλεγε ότι τίποτε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει που να μην ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση, αφού οι περισσότεροι ξεχνούν εύκολα τις ευεργεσίες και προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν. Κι όμως η αιτία αυτού είναι φυσικότερη και όχι όμοια με την αποδιδόμενη στον δανειστή σχετικά με τον οφειλέτη. (30) Γιατί εκείνο που αισθάνεται για τον οφειλέτη ο δανειστής δεν είναι αγάπη, αλλά η επιθυμία να διατηρείται ζωντανός ο οφειλέτης για να μπορέσει να του επιστρέψει το χρέος. Αντίθετα ο ευεργέτης διάκειται απέναντι στον ευεργετούμενο με φιλία και αγάπη, κι όταν αυτός ακόμη δεν είναι χρήσιμος ούτε πρόκειται να γίνει τέτοιος στο μέλλον. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σχετικά με τους καλλιτέχνες. Κάθε καλλιτέχνης αγαπά το έργο του (35) περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, αν μπορούσε ν' αποκτήσει ψυχή. [1168a] Ίσως το ίδιο να ισχύει πάρα πολύ και στους ποιητές, γιατί αυτοί υπεραγαπούν τα ποιήματά τους, σα να ήταν παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι, όπως φαίνεται, και το συναίσθημα του ευεργέτη. Αυτός που ευεργετήθηκε, είναι συγχρόνως έργο του ευεργέτη, κι αυτός αγαπά περισσότερο το έργο του απ' όσο το έργο αγαπά τον δημιουργό του. (5) Η αιτία αυτού συνίσταται στο ότι το «είναι» συμβαίνει να είναι πολυπόθητο και αξιαγάπητο, και υπάρχουμε εφόσον ενεργούμε, εφόσον δηλ. ζούμε και δρούμε. Ο δημιουργός είναι, ένεκα της δράσης του, για να εκφρασθούμε έτσι, το ίδιο το έργο του, και αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, επειδή αγαπά και την ζωή του. Αυτό είναι φυσικό, επειδή, ό,τι υφίσταται δυνάμει, αποκαλύπτεται εν ενεργεία. (10) Συγχρόνως ο ευεργέτης βρίσκει καλό ό,τι επιτρέπει σ' αυτόν να ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο και του δίνει την ευκαιρία σ' ό,τι βρίσκει απόλαυση. Αντίθετα ο ευεργετούμενος δεν βρίσκει σ' εκείνον που τον ευεργέτησε τίποτε καλό, αλλά μονάχα κάποιο συμφέρον πράγμα που του προξενεί λιγότερη ευχαρίστηση και συμπάθεια. Απολαυστική είναι η ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος κι' η ανάμνηση του παρελθόντος. Όμως γλυκύτατη, και σε ίση μοίρα αξιαγάπητη, είναι η πραγματικότητα. (15) Το έργο, επομένως, του δημιουργού διαιωνίζεται (γιατί το αγαθό ζει πολλά χρόνια), ενώ το χρήσιμο εκείνου που ευεργετήθηκε περνά γρήγορα. Η ανάμνηση των ηθικών πράξεων είναι γλυκειά, ενώ των χρήσιμων δεν είναι ή είναι λιγότερο τέτοια. Κι όσον αφορά την προσδοκία, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Επίσης το αγαπάν μοιάζει με το ενεργείν, (20) ενώ το αγαπάσθαι με το πάσχειν, και γι' αυτό εκείνους που υπερέχουν στη δραστηριότητα ακολουθεί η φιλία και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
Τέλος ο καθένας αγαπά περισσότερο ό,τι απόχτησε με κόπο. Τα χρήματα, π.χ. που κέρδισε αυτός ο ίδιος, του είναι πιο αγαπητά από εκείνα που κληρονόμησε. Και φαίνεται ότι το να ευεργετείται κάποιος είναι κάτι που δεν απαιτεί κόπο, ενώ το να ευεργετεί είναι κοπιώδες. (25) Γι' αυτό κι οι μητέρες, αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από τους πατέρες: επειδή οι πόνοι για τη γέννησή τους είναι μεγαλύτεροι κι επειδή έχουν συνείδηση ότι είναι δικά τους. Φαίνεται λοιπόν, ότι αυτό το συναίσθημα συγγενεύει και με τους ευεργέτες
ΠΥΓΗ
ΠΥΛΗ 

Σχετικά με τη διατήρηση και διάλυση της φιλίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1163b32–1165b36

Σχετικά με τη διατήρηση και διάλυση της φιλίας
Ο Αριστοτέλης στο Θ´ βιβλίο καθόρισε τα είδη και τα γενικά γνωρίσματα της φιλίας και άρχισε να εξετάζει πώς εκδηλώνεται αυτή στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η διερεύνηση αυτή συνεχίζεται σε ολόκληρο το Ι´ βιβλίο, το οποίο ξεκινά με το ακόλουθο απόσπασμα:Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Σ' όλες τις ανομοιογενείς φιλίες δημιουργεί, όπως ειπώθηκε τον συμβιβασμό και διατηρεί την φιλία ο κανόνας της ισότητας. Έτσι και στις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες, ο τσαγκάρης παίρνει για τα παπούτσια ανάλογη αμοιβή, (35) καθώς κι ο υφαντής και οι άλλοι τεχνίτες. [1164a] Στην προκειμένη περίπτωση σαν κοινό μέτρο χρησιμεύει το χρήμα, όπου αναφέρονται και με το οποίο κανονίζονται όλα. Και στις ερωτικές σχέσεις καμιά φορά ο εραστής, αν και δεν είναι καθόλου αξιαγάπητος, παραπονιέται, ότι παρόλο που αυτός αγαπά υπερβολικά, δεν του ανταποδίνεται η αγάπη, (5) γιατί συχνά αυτοί που αγαπιούνται δυσανασχετούν για το ότι οι εραστές, ενώ προηγουμένως τους υποσχέθηκαν τα πάντα, τώρα δεν τους δίνουν τίποτε. Και τα τέτοια συμβαίνουν, επειδή ο εραστής αγαπά για χάρη της ηδονής, κι ο ερωμένος για χάρη του συμφέροντος. Κι οι δυο βρίσκουν ότι δεν πραγματοποιούν την πρόθεσή τους, η φιλία που βασίζεται σε προθέσεις τέτοιας λογής διαλύεται, όταν δεν προσφέρεται εκείνο για το οποίο είχε πραγματοποιηθεί, (10) γιατί οι φίλοι δεν αγαπιούνται για τους εαυτούς τους, αλλά ο ένας για τα υπάρχοντα του άλλου που δεν είναι μόνιμα, γι' αυτό και δεν είναι μόνιμες και οι τέτοιας λογής φιλίες. Αντίθετα η ηθική φιλία που συνάπτεται μονάχα για τον εαυτό της είναι, όπως είπαμε, σταθερή.
Όμως δημιουργούνται προστριβές ανάμεσα σε φίλους, όταν ο ένας απ' αυτούς δεν παίρνει εκείνο που ποθεί, αλλά κάτι άλλο, γιατί το να μην παίρνει κανείς εκείνο που ορέγεται, είναι σα να μην πήρε τίποτε. (15) Αυτό συνέβη και σ' εκείνον τον κιθαρίστα στον οποίο κάποιος υποσχέθηκε ότι θα του έδινε τόσο μεγαλύτερη αμοιβή, όσο πιο ωραίο θα ήταν το τραγούδι του. Όταν όμως το επόμενο πρωί ο κιθαρίστας ζήτησε την αμοιβή που του υποσχέθηκε, ο ακροατής τού αποκρίθηκε, ότι πλήρωσε την απόλαυση με απόλαυση. Αν και ο ένας και ο άλλος επιθυμούσαν αυτό το πράγμα, θα ήταν ικανοποιητικό και για τους δύο. Αλλά εφόσον ο πρώτος κυνηγούσε το υλικό κέρδος κι ο δεύτερος την απόλαυση, κι ότι ο δεύτερος πέτυχε το σκοπό του, (20) ενώ ο πρώτος δεν τον επραγματοποίησε, η αμοιβαία συμφωνία που είχε συναφθεί δεν τηρήθηκε όπως έπρεπε. Γιατί εφιστά την προσοχή του σ' εκείνο που του χρειάζεται και θα έδινε τα πάντα για να το αποκτήσει. Αλλά ποιος από τους δυο πρέπει να καθορίσει τη δίκαιη αμοιβή. Εκείνος που δίνει πρώτος ή εκείνος που παίρνει; Εκείνος που δίνει πρώτος, παρέχει όπως φαίνεται, την εμπιστοσύνη του σ' αυτόν που παίρνει, πράγμα που έκανε ο Πρωταγόρας. (25) Όταν δηλ. εδίδασκε, ζητούσε από τους μαθητές του να υπολογίσουν την αξία των γνώσεων που απόκτησαν και σύμφωνα με τον υπολογισμό τους την αμοιβή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις ευχαριστεί κάποιους το ρητό:
«Σε φίλο δάσκαλο ο μισθός αρκετός πρέπει να' ναι».
Όσοι, όμως, παίρνουν προκαταβολικά χρήματα, αλλά, ενώ έδωκαν υπερβολικές υποσχέσεις, δεν εκτέλεσαν τίποτε από εκείνα που υποσχέθηκαν, δικαιολογημένα εκτίθενται σε αντεγκλήσεις, (30) αφού δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις που αναλάβανε. Ίσως αναγκάζονται να κάμνουν αυτό οι σοφιστές, γιατί κανένας δεν δίνει σ' αυτούς χρήματα για να μάθει ό,τι γνωρίζουν. Εκείνοι, επομένως που δεν εκτελούν εκείνο, που γι' αυτό πήραν χρήματα, κατακρίνονται δίκαια. Εκεί όμως που δεν έχει κανονιστεί συμφωνία σχετικά με τις τυχόν προσφερθείσες υπηρεσίες, (35) δεν γίνεται καμιά προστριβή σε περίπτωση που ο ένας εξυπηρετεί τον άλλο χωρίς καμιά ιδιοτελή πρόθεση (τέτοια είναι η αληθινή φιλία που βασίζεται στην αρετή). [1164b] Στην περίπτωση αυτή η αμοιβαιότητα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με απόφαση παρμένη ύστερα από σκέψη (γιατί αυτό είναι το γνώρισμα της φιλίας και της αρετής). Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για όσους έχουν μετάσχει στη φιλοσοφία, γιατί το χρήμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εκτίμηση της αξίας της διδασκαλίας, γιατί καμιά αμοιβή δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσης αξίας με τη διδασκαλία. Και γι' αυτό ίσως θα ήταν αρκετό να προσφέρουμε σ' αυτή την περίπτωση ό,τι μπορούμε, (5) όπως κάμνουμε και για τους θεούς και τους γονιούς μας όταν πρέπει). Αν όμως η παροχή δεν είναι τέτοια, μα υπολογίζεται με βάση μια αντιπαροχή, τότε πρέπει να γίνεται και για τα δύο μέρη σύμφωνα με την αξία της. Αν δεν συμβαίνει αυτό, φαίνεται όχι μονάχα αναγκαίο, αλλά και δίκαιο, (10) αυτός που παίρνει την παροχή να καθορίζει εκ των προτέρων την αξία της. Γιατί αν ο δεύτερος των συμβαλλομένων παίρνει κι αυτός αμοιβή για τη βοήθεια ή την απόλαυση που πρόσφερε, η αντιπαροχή θα είναι δίκαιη. Αυτό συμβαίνει και στις αγοραπωλησίες. Σε μερικούς όμως τόπους υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν την διενέργεια δικών, όταν πρόκειται για εκούσια συμβόλαια, για τον λόγο ότι ένα πρόσωπο, που χάρισε την εμπιστοσύνη του σε άλλο, πρέπει να κανονίζει την υπόθεσή του σύμφωνα με την σύμβαση που συνέταξε. (15) Γιατί στο νομοθέτη φαίνεται πιο δίκαιο, να καθορίζει στην αντιπαροχή το πρόσωπο, στο οποίο παρασχέθηκε η εμπιστοσύνη κι όχι το πρόσωπο που την παρέσχε. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει, ώστε ο κάτοχος ενός αντικειμένου κι αυτός που επιθυμεί να το αποκτήσει, να μην αποτιμούν στον ίδιο βαθμό την αξία του. Ο καθένας αγαπά κι εκτιμά εκείνο που κατέχει και δίνει.
Η ανταλλαγή, λοιπόν, πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου από αυτόν που το παίρνει. (20) Οπωσδήποτε πρέπει να είναι ανάλογα με την αξία, σύμφωνα με την οποία ο κάτοχος εξετίμησε το αντικείμενο πριν το αποκτήσει και όχι με την αξία που υπολόγισε γι' αυτό, όταν είχε περιέλθει πια στην κατοχή του.
Ακόμη γεννούν απορία και τα εξής ζητήματα: έχει υποχρέωση ο γιος να παραχωρεί τα πάντα στον πατέρα του και να πειθαρχεί σ' αυτόν σε κάθε περίσταση; Ή, στην περίπτωση που είναι άρρωστος, να συμμορφώνεται με τις συνταγές του γιατρού; Πρέπει να εκλέγεται για στρατηγός ο κατάλληλος για την διεξαγωγή του πολέμου; (25) Έχουμε υποχρέωση να εξυπηρετούμε ένα φίλο μάλλον ή έναν ηθικό άνθρωπο; Χρωστούμε να δίνουμε φόρο ευγνωμοσύνης σ' έναν ευεργέτη μας μάλλον ή να προσφέρουμε δώρα σ' ένα φίλο μας, εφόσον δεν μπορούμε ν' ανταποκριθούμε και στις δυο αυτές υποχρεώσεις; Άραγε δεν είναι δύσκολο να δώσει κανείς ακριβή απάντηση σ' όλα τα τέτοιας λογής ζητήματα; (Γιατί στα θέματα αυτά παρεισφρύουν πολλές διακρίσεις, που έχουν μεγάλη περισσότερο ή λιγότερο σημασία σχετικά με το ηθικώς ωραίο και το αναγκαίο). (30) Το ότι δεν πρέπει να δίνουμε τα πάντα σ' ένα και το αυτό πρόσωπο, είναι φανερό. Ακόμη πρέπει ν' ανταποδίδουμε τις ευεργεσίες μάλλον παρά να ευχαριστούμε τους συντρόφους μας, αφού η ευεργεσία πρέπει να παραβληθεί μ' ένα δάνειο, στο οποίο ο δανειστής έχει μεγαλύτερη αξίωση παρά ο σύντροφος. Ίσως όμως κι αυτό να μην ισχύει σ' όλες τις περιπτώσεις. Αν, λ.χ. εξαγορασθεί κανείς με λύτρα που καταβλήθηκαν σε ληστές, πρέπει κι αυτός να εξαγοράσει αυτόν που τον ελευθέρωσε, (35) οποιοσδήποτε κι αν είναι, ή πρέπει να δώσει πίσω το ποσό που κατέβαλε, κι αν ακόμη το πρόσωπο που τον απελευθέρωσε, δεν έχει συλληφθεί από ληστές, αλλ' απαιτεί την επιστροφή του χρέους ή, τέλος, οφείλει να ελευθερώσει πριν από κάθε άλλο τον αιχμάλωτο πατέρα του; [1165a] Γιατί φαίνεται ότι έχει κανείς την υποχρέωση να εξαγοράσει μάλλον τον πατέρα του παρά τον ίδιο τον εαυτό του. Όπως, λοιπόν, είπαμε, ισχύει ο κανόνας, ότι πριν από κάθε άλλο πρέπει να εκτελεί κανείς τις υποχρεώσεις του. Αν όμως η δωρεά απευθύνεται σ' ένα πρόσωπο ενάρετο ή που βρίσκεται σε ανάγκη, πρέπει, για χάρη αυτών των περιστάσεων, να ξεφύγουμε από τον κανόνα. (5) Κάποτε δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται με την ισότητα το ν' ανταποδίδει κάποιος την υπηρεσία που του πρόσφεραν, όταν δηλ. κάποιος εξυπηρετεί ένα πρόσωπο, που γνωρίζει ότι είναι ηθικό, ενώ εκείνος που εξυπηρετήθηκε θ' ανταπέδιδε την υπηρεσία σε άνθρωπο που γνωρίζει ότι είναι κακός. Ούτε πρέπει να δανείζει σ' ένα δανειστή του, γιατί ο ένας δάνεισε ένα έντιμο πρόσωπο, βέβαιος ότι θα του επιστρεφόταν το χρωστούμενο ποσό, κι ο άλλος δε μπορούσε να ελπίζει, ότι θα εξοφλείτο το δάνειο που χορηγήθηκε από έναν ασυνείδητο χρεοφειλέτη. (10) Αν, πραγματικά, είναι έτσι τα πράγματα, η αρχή της δράσης δεν είναι δίκαιη, αν, πάλι, πρόκειται για συλλογισμό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μπορεί να φανεί ότι οι άνθρωποι δεν ενεργούν ανόητα. Όπως πολλές φορές είπαμε ως τώρα, κάθε συλλογισμός σχετικός με τα πάθη και τις πράξεις του ανθρώπου έχει σαν όριο την κάθε μια περίπτωση.
Το ότι δεν πρέπει, λοιπόν, να μοιράζουμε σ' όλους τα ίδια πράγματα (15) ούτε και στον πατέρα μας όλα, όπως δεν προσφέρονται όλα σαν θυσία στο Δία, είναι φανερό. Κι επειδή οι γονιοί, τ' αδέρφια, οι συντρόφοι, οι ευεργέτες έχουν διάφορες αξιώσεις, πρέπει να δίνει στον καθένα απ' αυτούς ό,τι του ανήκει και του ταιριάζει. Και φαίνεται ότι οι άνθρωποι ενεργούν κανονικά μ' αυτόν τον τρόπο. Στους γάμους προσκαλούν τους συγγενείς (γιατί το γένος είναι κοινό και κοινές οι πράξεις που το ενδιαφέρουν). (20) Επίσης νομίζουν ότι και στις κηδείες πρέπει να παρευρίσκονται οι συγγενείς για τον ίδιο λόγο. Ακόμα φαίνεται ότι πρέπει να εξασφαλίζουμε τα απαραίτητα για τη ζωή πριν από κάθε άλλο για τους γονιούς μας, όπως το χρωστούμε σ' αυτούς, και έχει μεγαλύτερη ηθική αξία να παρέχουμε τα μέσα διατροφής σ' εκείνους στους οποίους χρωστούμε την ύπαρξή μας, παρά σ' εμάς τους ίδιους. Το ίδιο πρέπει να χορηγούμε τιμές στους γονιούς μας όπως ακριβώς στους θεούς, αλλά όχι όλες ανεξαιρέτως τις τιμές. (25) Γιατί δεν πρέπει ν' αποδίδουμε τις ίδιες τιμές στον πατέρα και στη μάνα ούτε αυτές που οφείλουμε στους σοφούς και στους στρατηγούς, αλλά αυτές που ταιριάζουν στον πατέρα και στη μάνα. Όμοια πρέπει να δείχνουμε σεβασμό και στους γεροντότερους ανάλογα με την ηλικία τους, να σηκωνόμαστε, όταν μας ζυγώνουν, να τους δίνουμε την τιμητική θέση στο τραπέζι και τα παρόμοια.
Στους συντρόφους και στ' αδέλφια μας χρωστούμε ειλικρίνεια και να έχουμε μαζί τους όλα τα πράγματα κοινά. (30) Τέλος, στους συγγενείς μας, τα μέλη της φυλής μας, τους συμπολίτες μας και σ' όλους τους υπόλοιπους πρέπει να προσπαθούμε πάντοτε να μοιράζουμε ό,τι τους ανήκει ανάλογα με το βαθμό της συγγένειας και σύμφωνα με το μέτρο της αρετής και της αξίας, που έχουν σχετικά με μας. Όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν την ίδια καταγωγή με μας το πράγμα είναι πιο εύκολο, ενώ για τους ξένους πιο δύσκολο. (35) Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμνει να παραλείπουμε το καθήκον μας, αλλά πρέπει να έχουμε μπροστά στα μάτια μας τις διακρίσεις που αναφέραμε πάρα πάνω, όσο είναι δυνατό.
Μας προκαλεί απορία και το ζήτημα, αν πρέπει να διαλύουμε τη φιλία [1165b] ή όχι με κείνους που δείχνονται διαφορετικοί απ' ό,τι ήταν. Δεν είναι ίσως καθόλου παράξενο να διακόπτουμε την φιλία με 'κείνους που συνδεθήκαμε για χάρη συμφέροντος ή απολαύσεως, όταν αυτοί πάψουν να είναι ωφέλιμοι ή ευχάριστοι; [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Αλλά δικαιολογημένα θα μπορούσε κάποιος να κατακρίνει εκείνον, (5) που μολονότι δεν επιζητούσε στη φιλία παρά μονάχα ωφέλεια ή απόλαυση, υποκρινόταν ότι ήθελε να συνδέεται με φιλικούς δεσμούς μαζί μας για χάρη του ήθους μας. Καθώς είπαμε στην αρχή, οι έριδες ανάμεσα σε φίλους προέρχονται από το ότι αυτοί δεν ανταποκρίνονται σ' εκείνο που περιμέναμε απ' αυτούς. Αν κάποιος ξεγελαστεί νομίζοντας ότι αγαπιέται για το ήθος του, ενώ ο δήθεν φίλος δεν κάμνει τίποτε που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, ας κατηγορεί τον εαυτό του. (10) Αν όμως παραπλανηθεί από την υποκρισία εκείνου, είναι δίκαιο να κατακρίνει τον υποκριτή και μάλιστα περισσότερο απ' όσο θα κατέκρινε έναν κιβδηλοποιό, γιατί το αντικείμενο που σχετίζεται με τέτοια ανήθικη ενέργεια, είναι πολύτιμο, αλλ' αν προσφέρει κανείς τη φιλία του σ' ένα πρόσωπο που νόμισε έντιμο και ηθικό, κι έπειτα όμως αντιληφθεί ότι το πρόσωπο αυτό είναι διεστραμμένο, πρέπει να εξακολουθήσει να το αγαπά; Ή μήπως αυτό είναι αδύνατο; Αφού η φιλία μας δεν πρέπει ν' απευθύνεται χωρίς διάκριση σε όλα τα πράγματα, αλλά αποκλειστικά στο αγαθό, (15) δε θέλουμε ν' αγαπούμε το κακό, ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να κάμνουμε αυτό; Γιατί δεν πρέπει να είμαστε φίλοι του κακού και να εξομοιωνόμαστε με τους ανήθικους. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Πρέπει, λοιπόν, να διαλύουμε τους φιλικούς δεσμούς αμέσως; Ή πρέπει να εγκαταλείπουμε μονάχα τους φίλους εκείνους που η διαστροφή τους είναι ανίατη και να δίνουμε τη βοήθειά μας σ' εκείνους που επιδέχονται βελτίωση μάλλον από ηθική παρά από υλική άποψη, (20) πράγμα που είναι προτιμότερο και ανταποκρίνεται περισσότερο στη φιλία; Κι όμως εκείνος που διαλύει τους φιλικούς δεσμούς δε φαίνεται να εκτελεί κάποια αταίριαστη πράξη. Η φιλία δεν απευθυνόταν σε ανθρώπους με τέτοιο χαρακτήρα. Κι επειδή ο άνθρωπος αυτός στο μεταξύ μεταβλήθηκε και δεν μπορεί κανείς να τον ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο, χωρίζεται απ' αυτόν. Αλλά αν ο παλιός φίλος έμεινε όπως ήταν, κι ο άλλος έγινε στο μεταξύ πιο ενάρετος και ξεπερνά πολύ τον πρώτο στην αρετή μπορεί να διατηρήσει τη φιλία ή είναι αδύνατο; (25) Όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στους φίλους τόσο η περίπτωση γίνεται πιο καθαρή, όπως π.χ. στη φιλία εκείνη που υπήρχε στην παιδική ηλικία. Αν ο ένας από τους φίλους παραμένει παιδί στο μυαλό κι ο άλλος γίνεται άριστος άνθρωπος, πώς είναι δυνατό να μείνουν αυτοί οι δύο φίλοι, αφού ούτε θα έβρισκαν απόλαυση στα ίδια αντικείμενα, ούτε θα δοκίμαζαν τις ίδιες ηδονές και οδύνες; Ακόμα δε θα τους άρεσαν τα ίδια πράγματα, ούτε και θα αποστρέφονταν τα ίδια. (30) Αλλά χωρίς αυτό το πράγμα είναι αδύνατο να υπάρξουν φίλοι γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η συμβίωση. [Ο μεταφραστής δε μεταφράζει τμήμα του κειμένου] Πρέπει, λοιπόν, να συμπεριφερθούμε στο φίλο μας, σα να μην υπήρξε ποτέ τέτοιος; Ή πρέπει να διατηρήσουμε την ανάμνηση του παλιού φιλικού δεσμού και όπως νομίζουμε ότι πρέπει να ευχαριστούμε τους φίλους μας περισσότερο από τους ξένους, (35) δεν πρέπει να προτιμούμε οπωσδήποτε τους φίλους μας χάρη στην παλιά φιλία, εκτός αν η διάλυση αυτής είναι αποτέλεσμα κάποιας υπερβολικής διαστροφής;
ΠΥΓΗ
ΠΥΛΗ

Κανόνες που διέπουν τη φιλία και εξασφαλίζουν την ισορροπία στις φιλικές σχέσεις

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1162a34–1163b28

Κανόνες που διέπουν τη φιλία και εξασφαλίζουν την ισορροπία στις φιλικές σχέσεις
Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τα αίτια της φιλίας, που οδηγούν σε ισάριθμες μορφές της (φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον, την ηδονή ή την αρετή) και εξέτασε τόσο τις φιλικές σχέσεις που στηρίζονται στην ισότητα όσο και αυτές που βασίζονται στην υπεροχή του ενός μέρους. Συνεχίζει, λοιπόν, με τους κανόνες που διέπουν τις φιλικές σχέσεις:
 Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Επειδή, όπως είπαμε στην αρχή, υπάρχουν τριών ειδών φιλίες, (35) και ότι σε κάθε μια απ' αυτές οι φίλοι ή είναι ίσοι ή υπερέχει ο ένας σχετικά με τον άλλο (γιατί οι άνθρωποι ανώτεροι μπορούν να είναι φίλοι μεταξύ τους τόσο, όσο και καλύτεροι με χειρότερους· [1162b] επίσης μπορεί να είναι μεταξύ τους σε ίσο ή άνισο βαθμό ευχάριστοι, και στην φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον να παρέχουν οι μεν στους δε άνισες ωφέλειες), πρέπει οι μεταξύ τους ίσοι να διατηρούν αυτήν την ισότητα και σχετικά με τα φιλικά τους αισθήματα, ενώ οι άνισοι πρέπει να γίνονται ίσοι με την παροχή αναλόγου ανταλλάγματος στους ανωτέρους τους.
(5) Το ότι στη φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον και μόνο, ή, προπαντός σ' αυτήν, δημιουργούνται προστριβές, είναι αυτονόητο. Εκείνοι που τους συνέδεσε με βασιλικούς δεσμούς η αρετή, προθυμοποιούνται να δίνουν ο ένας στον άλλο ωφέλειες (γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρετής και της φιλίας), εφόσον δεν αμιλλώνται γι' αυτό, δεν είναι δυνατό να υπάρχουν κατηγορίες και προστριβές (10) (αφού κανένας δεν μπορεί να εχθρεύεται εκείνον που τον αγαπά και τον ευεργετεί, αν είναι μάλιστα ευγενής, του ανταποδίδει τα ίσα. Αλλά κι αυτός που δίνει περισσότερα απ' όσα παίρνει, δεν θα κατηγορήσει γι' αυτό τον φίλο του, εφόσον και ο ένας και ο άλλος απολαμβάνουν ό,τι ποθούν, εφόσον κι οι δύο επιδιώκουν το αγαθό). Αλλά και στη φιλία που βασίζεται στην ευχαρίστηση δεν δημιουργούνται αντεγκλήσεις και παράπονα, αφού κι οι δυο φίλοι απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, εφόσον παρέχει ο ένας στον άλλον απόλαυση. (15) Άλλωστε θα φαινόταν, αν ο ένας κατηγορούσε τον άλλο, ότι η συναναστροφή του δεν είναι ευχάριστη, αφού απ' αυτόν εξαρτάται να μην τον κάνει παρέα. Αντίθετα η φιλία που στηρίζεται στο συμφέρον προκαλεί παράπονα και προστριβές, γιατί οι άνθρωποι στην περίπτωση αυτή συνδέονται μεταξύ τους για χάρη αμοιβαίας εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Επιθυμούν πάντοτε να παίρνουν περισσότερα απ' όσα πρέπει, και παραπονιούνται φανταζόμενοι, ότι δεν τους δίνουν όσα δικαιούνται να παίρνουν, (20) και οι ευεργέτες δεν μπορούν να επαρκούν στο να παρέχουν όσα χρειάζονται αυτοί που ευεργετούνται. Και φαίνεται ότι όπως το δίκαιο έχει διπλή φύση, δηλ. το άγραφο και το διατυπωμένο σε νόμο, έτσι κι η συμφεροντολογική φιλία έχει κι αυτή χαρακτήρα εν μέρει ηθικό και εν μέρει νομικό. Οι προστριβές γεννιούνται, τις περισσότερες φορές, όταν παροχές και αντιπαροχές δεν γίνονται σύμφωνα με το πνεύμα που μας ενέπνεε, τον καιρό που αναλαμβάναμε αμοιβαίες υποχρεώσεις. (25) Αλλά η νομική φιλία επιτελείται με βάση ρητών όρων, και άλλοτε είναι καθαρής εμπορικής φύσεως, όπως λέμε «χέρι με χέρι», άλλοτε συνάπτεται με περισσότερη ελευθεριότητα και επί προθεσμία, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε παροχές και αντιπαροχές καθορίζονται με συμβόλαιο. Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση είναι σαφής και δεν επιδέχεται αντιλογία, και η φιλία λαμβάνεται υπ' όψη, μονάχα εφόσον πρόκειται για αναβολή της αντιπαροχής. Γι' αυτό μερικοί δεν βλέπουν αφορμή διεξαγωγής δικών στην προκειμένη περίπτωση, (30) έχοντας τη γνώμη ότι πρέπει ν' αγαπούν όσους έκαμαν τις συναλλαγές τους με καλή την πίστη.
Η ηθική φιλία δεν στηρίζεται σε ρητά διατυπωμένες αμοιβαίες υποχρεώσεις, αλλά σ' αυτήν κάθε παροχή, δωρεά ή κάτι άλλο, εμφανίζεται σαν δείγμα φιλίας. Όμως ο ευεργέτης κρίνει ότι πρέπει να παίρνει τα ίσα ή περισσότερα απ' όσα δίνει, σα να μην επρόκειτο για δωρεά αλλά για δάνειο, κι όταν η αντιπαροχή δεν γίνεται όπως ακριβώς έγινε η παροχή, γεννιούνται αντεγκλήσεις, κι αυτό συμβαίνει (35) επειδή όλοι οι άνθρωποι ή οι περισσότεροι απ' αυτούς επιθυμούν τα (ηθικώς) ωραία πράγματα, αλλά προτιμούν τα ωφέλιμα. Ωραίο είναι να ευεργετεί κανείς, χωρίς να ευεργετείται, [1163a] αλλά το να ευεργετείται είναι ωφέλιμο.
Ώστε όποιος μπορεί πρέπει να ανταποδίδει την αξία εκείνων που έλαβε, και μάλιστα με τη θέλησή του, γιατί δεν πρέπει να συνάπτουμε φιλικούς δεσμούς παρά την θέλησή μας. Πρέπει, λοιπόν, να ενεργούμε, σα να απατηθήκαμε αμέσως από τη αρχή, όταν ευεργετηθήκαμε, από κάποιο πρόσωπο, που δεν είχε υποχρέωση να μας ευεργετήσει, γιατί μια τέτοια ευεργεσία δε θα προερχόταν από ένα φίλο, (5) ούτε από πρόσωπο που θα μας ευεργετούσε εμπνευσμένο από αληθινή φιλία. Γι' αυτό, λοιπόν, πρέπει να εκτελούμε την υποχρέωσή μας ακριβώς, σα να δεχόμασταν την ευεργεσία με τον ρητό όρο ίσης ανταπόδοσης. Και τότε θ' αναλαμβάναμε την υποχρέωση ν' ανταποδώσουμε κατά δύναμη την ευεργεσία. Αν όμως δε μπορούμε να το κάμουμε, τότε ούτε αυτός που έδωσε θ' απαιτήσει ανταπόδοση της υπηρεσίας που μας παρέχει. Ώστε, εφόσον είμαστε σε θέση, έχουμε υποχρέωση ν' ανταποδώσουμε την ευεργεσία που μας έκαμαν. Σύμφωνα μ' αυτά πρέπει να εξετάζουμε αμέσως από την αρχή από ποιον και με ποιους όρους παίρνουμε τις ευεργεσίες, για να μαθαίνουμε αν πρέπει να τα δεχόμαστε ή να τ' αποκρούουμε. (10) Αμφισβητήσιμο είναι στην προκειμένη περίπτωση, αν πρέπει να υπολογίζει κανείς την αντιπαροχή σύμφωνα με την ωφέλεια που απεκόμισε αυτός που πήρε από την παροχή, και να ρυθμίζει σχετικά την ανταπόδοση, ή αν πρέπει να κάμνει αυτό σύμφωνα με την αξία που είχε η παροχή γι' αυτόν που την έδωσε. Γιατί εκείνοι που παίρνουν, μικραίνουν τα πράγματα και λένε ότι παίρνουν απ' αυτούς που δίνουν ό,τι έχει μικρή σημασία γι' αυτούς και ό,τι θα μπορούσαν να το παίρνουν κι από άλλους. Αντίθετα αυτοί που δίνουν ισχυρίζονται ότι τους έδωσαν τα πάρα πολύ μεγάλης αξίας πράγματα (15) που δεν θα ήταν δυνατό ν' αποκτήσουν από άλλους, κι αυτό με κινδύνους ή τέτοιες αντίξοες περιστάσεις.
Αφού, λοιπόν, πρόκειται για φιλία βασιζόμενη στο συμφέρον, πρέπει άραγε να υπολογίζονται με βάση την ωφέλεια που παρέχεται σ' αυτόν που παίρνει, πραγματικά αυτός που λαβαίνει βρίσκεται στην ανάγκη, κι ο ευεργέτης δίνει σ' αυτόν τη βοήθεια με τη σκέψη να πάρει απ' αυτόν ίση παροχή. Ώστε η βοήθεια που παρασχέθηκε, υπολογίζεται σύμφωνα με την ωφέλεια που είχε απ' αυτήν εκείνος που την πήρε. (20) Ώστε πρέπει κανείς ν' ανταποδίδει όσα πήρε, και μάλιστα περισσότερα, πράγμα που είναι (ηθικώς) ωραιότερο. Αλλά στη φιλία που βασίζεται πάνω στην αρετή δεν προκαλούνται αντεγκλήσεις και προστριβές, και σαν κανόνας ισχύει στην προκειμένη περίπτωση η πρόθεση αυτού που δίνει, αφού το κυριότερο γνώρισμα της αρετής και της ηθικής είναι η πρόθεση.
Διακρίσεις υπάρχουν και σχετικά με τους φιλικούς δεσμούς που στηρίζονται στην υπεροχή. (25) Ο καθένας δηλ. απαιτεί να παίρνει περισσότερα, κι αν δεν συμβεί αυτό η φιλία διαλύεται. Εκείνος που έχει μεγαλύτερη αξία νομίζει πως του ανήκουν μεγαλύτερες αμοιβές (γιατί στον ενάρετο και ικανό άνθρωπο απονέμονται συνήθως περισσότερα αγαθά), και το ίδιο νομίζει και ο πιο χρήσιμος. Λένε ότι ο μη αποδοτικός δεν έχει δικαίωμα ν' απολαμβάνει ίσα πλεονεκτήματα. Αλλιώς δεν θα πρόκειται πια για φιλία, αλλά για υπηρεσία που επιβάλλεται σαν λειτουργία, (30) αν τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την φιλία δεν είναι ανάλογα με τα έργα που προσφέρονται. Νομίζουν δηλ. ότι πρέπει να συμβαίνει στη φιλία ό,τι και στους οικονομικούς συνεταιρισμούς, όπου εκείνοι που καταβάλλουν μεγαλύτερα κεφάλαια αποκομίζουν και μεγαλύτερα κέρδη. Αλλά ο φτωχός και λιγότερο ικανός αντιλαμβάνεται τα πράγματα αντιστρόφως. Νομίζει δηλ. ότι ο καλός φίλος υποχρεώνεται να βοηθεί τους ενδεείς φίλους του. Γιατί τι ωφελεί να είναι κάποιος φίλος ενός σπουδαίου ανθρώπου ή δυνάστη, (35) αν δεν πρόκειται ν' απολαύσει απ' αυτόν καμίαν ωφέλεια;
[1163b] Και φαίνεται ότι η αξίωση του ενός και του άλλου είναι σωστή, το ότι δηλ. πρέπει να αποκομίζουμε από τη φιλία περισσότερα πλεονεκτήματα, αλλά αυτά δεν ανήκουν σε μια και την ίδια κατηγορία. Εκείνος που έχει μεγαλύτερη αξία έχει το δικαίωμα ν' απολαμβάνει μεγαλύτερες τιμές, κι εκείνος που βρίσκεται σε ανάγκη, ν' αποκτά περισσότερα υλικά αγαθά. Γιατί οι τιμές αποτελούν το μέρος της αρετής και της αγαθοεργίας, αλλά την φτώχεια βοηθεί το υλικό κέρδος. (5) Φαίνεται ότι το ίδιο συμβαίνει και κατά την διακυβέρνηση των πολιτειών. Δεν δωρίζουν τιμές σ' εκείνον που δεν προσφέρει κάποιαν υπηρεσία στην κοινότητα. Δεν προσφέρεται ό,τι ανήκει σ' όλους παρά μονάχα σ' εκείνον που προσφέρει σ' όλους τις υπηρεσίες του κι οι τιμές είναι πραγματικά κοινό αγαθό. Γιατί δεν είναι δυνατό να δωροδοκείται κανείς από το δημόσιο και συγχρόνως ν' απολαβαίνει τιμές. Κανένας δεν δέχεται να παραμένει σε κατώτερη κατάσταση, (10)κι έτσι και σ' αυτούς που δεν αμείβονται όπως τους αξίζει με χρήματα, προσφέρονται τιμές, χρήματα όμως σ' αυτούς που δέχονται δώρα. Γιατί το να παίρνει κανείς υπ' όψη του την αξία των ατόμων, θέτει σε ίση μοίρα τους φίλους του και διατηρεί την φιλία όπως είπαμε. Με τον τρόπο αυτό πρέπει να ρυθμίζονται και οι σχέσεις μεταξύ των άνισης αξίας προσώπων. Αυτός που παίρνει από τη φιλία υλικά κέρδη ή τέτοιας φύσης πλεονεκτήματα, ώστε να ενισχύεται στην αρετή, πρέπει να τα ανταποδίδει, εφόσον είναι δυνατό, (15) επειδή η φιλία επιζητεί το δυνατό κι όχι το ανάλογο με την αξία. Το δεύτερο μάλιστα δεν είναι ευκολοπλησίαστο σε όλα, όπως λ.χ., οι οφειλόμενες τιμές στους θεούς και τους γονιούς. Γιατί κανένας δε μπορεί να τους ανταμείψει σύμφωνα με την αξία τους. Κι εκείνος που εκτελεί απέναντί τους το καθήκον του όσο του είναι δυνατό, είναι ενάρετος άνθρωπος. Γι' αυτό φαίνεται ότι δεν επιτρέπεται στο γιo ν' απαρνηθεί τον πατέρα του, ενώ στον πατέρα επιτρέπεται ν' απαρνηθεί το γιo. (20) Γιατί ο χρεοφειλέτης, είναι δίκαιο να γυρίζει πίσω τα αγαθά που δόθηκαν σ' αυτόν, κι ο γιος ό,τι κι αν κάμει, δε θα εξοφλήσει ποτέ τις πατρικές ευεργεσίες που του προσφέρθηκαν. Έτσι η οφειλή του απέναντι στον πατέρα θα υπάρχει πάντοτε. Αντίθετα εκείνοι στους οποίους χρωστούμε, όπως π.χ. ο πατέρας, μπορεί να μας απαλλάξουν από το χρέος. Εξ άλλου πρέπει να έχουμε μπροστά στα μάτια μας το ότι κανένας πατέρας δεν φαίνεται να αποκηρύσσει το γυιo του, εκτός αν ο γιος του συμβαίνει να είναι πάρα πολύ κακοήθης (γιατί και εκτός από τα φιλόστοργα συναισθήματα, τα εμπνευσμένα από τη φύση, δεν είναι ανθρώπινο ν' αποκρούει κανείς τη βοήθεια που μπορεί να δοθεί σ' αυτόν). (25) Αν όμως ο γιος είναι διεστραμμένος άνθρωπος, τη βοήθεια που χρωστά να δίνει στον πατέρα του, φαίνεται σ' αυτόν σαν κάτι που μπορεί και ν' αποφύγει ή σαν κάτι ανάξιο να προκαλεί το ενδιαφέρον του. Οι πιο πολλοί άνθρωποι θέλουν ν' απολαμβάνουν τα αγαθά, αλλά αποφεύγουν να εκτελούν το αγαθό, γιατί δεν φέρνει σ' αυτούς κέρδος.
ΠΥΓΗ
ΠΥΛΗ

Η φιλία ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1161b11–1162a33

Η φιλία ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι σε κάθε πολιτειακή μορφή αντιστοιχεί και ένα είδος φιλίας, προσθέτοντας ότι στις παρεκκλίσεις των πολιτευμάτων πλήττεται η φιλία, όπως, άλλωστε, και η δικαιοσύνη (καθώς φιλία και δικαιοσύνη αναφέρονται στα ίδια πράγματα και κινούνται μέσα στα ίδια πλαίσια). Και συνεχίζει για τη φιλία ανάμεσα σε συγγενείς:Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κάθε φιλία βασίζεται, όπως είπαμε, σε κάποια κοινωνική σχέση. Αλλά θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει στην προκειμένη περίπτωση τη συγγενική από την μεταξύ εταίρων φιλία. Αντίθετα οι φιλίες μεταξύ των συμπολιτών, των μελών μιας φυλής, των συνταξιδιωτών και των παρόμοιων έχουν, όπως φαίνεται, τα χαρακτηριστικά μάλλον των συνεταιρισμών, (15) γιατί στηρίζονται πάνω σ' ένα συμβόλαιο. Σε τέτοιους φιλικούς δεσμούς, θα μπορούσε να κατατάξει κάποιος και την φιλοξενία. Αλλά κι η φιλία μεταξύ των συγγενών φαίνεται να είναι πολλών ειδών, αλλά εξαρτάται, σ' όλη την έκτασή της, από την πατρική. Γι' αυτό οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους, επειδή προέρχονται απ' αυτούς, και τα παιδιά επειδή προέρχονται από εκείνους. (20) Αλλά οι γονιοί ξεύρουν ότι τα παιδιά τους προέρχονται απ' αυτούς πιο σίγουρα, απ' όσο τα παιδιά τους ότι οφείλουν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. Ο δεσμός δηλ. ανάμεσα σ' εκείνον που γεννά κι εκείνον που γεννιέται είναι πιο στενός, παρά αυτού που γεννιέται κι αυτού που γεννά. Ό,τι γεννιέται από μας συγγενεύει πιο πολύ με την ουσία μας, όπως είναι τα δόντια, οι τρίχες κι όλα όσα έχουμε, αλλά σ' αυτόν που γεννιέται δεν ανήκει ο γεννήτορας σαν δικό του απόκτημα ή ανήκει λιγότερο. Κι η διάρκεια όμως του χρόνου φέρνει στην προκειμένη περίπτωση μια διαφορά. (25) Γιατί οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους ευθύς μόλις γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αφού περάσει ορισμένος χρόνος, όταν δηλ. αποκτήσουν νόηση και αίσθηση. Απ' εδώ γίνεται φανερό, γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους (παρά οι πατέρες). Οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους όπως αγαπούν τον εαυτό τους, για το λόγο ότι αυτά χωρίσθηκαν απ' αυτούς σαν ενσαρκώσεις των γονιών τους, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονιούς, επειδή χρωστούν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. (30) Και τ' αδέρφια αγαπιούνται επειδή προέρχονται από τους ίδιους γεννήτορες. Η κοινή καταγωγή γεννά ανάμεσά τους τα ίδια συναισθήματα. Γι' αυτό και λέγεται ότι είναι από το ίδιο αίμα, είναι της ίδιας προέλευσης και τα παρόμοια. Είναι, λοιπόν, αποτελέσματα μιας και της αυτής ουσίας, αν και είναι χωρισμένοι σωματικά.
Επίσης η κοινή διαπαιδαγώγηση κι η μικρή διαφορά της ηλικίας συντείνουν πολύ στη γέννηση της φιλίας. Γιατί οι συνομήλικοι προσελκύουν ο ένας τον άλλο, κι οι κοινές συνήθειες δημιουργούν την αδερφοποίηση. (35) Για τούτο κι η αδερφική φιλία θεωρείται όμοια με την άμεσα σε εταίρους φιλία. [1162a] Οι σχέσεις ανάμεσα στα εξαδέρφια και τους άλλους συγγενείς οφείλονται στον ίδιο λόγο, επειδή δηλ. προέρχονται από τους ίδιους γονιούς. Κι άλλοι είναι περισσότερο, άλλοι λιγότερο συγγενείς, εφόσον είναι στενός ή μακρινός συγγενής ο κοινός γενάρχης. Η σχέση φιλίας των παιδιών με τους γονιούς, (5) όπως ακριβώς η σχέση των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι αγάπη που απευθύνεται προς το αγαθό και το υπέροχο, επειδή οι γονιοί προσφέρουν στα παιδιά τους τις μέγιστες ευεργεσίες: την ύπαρξη, την διατροφή και, όταν ενηλικιωθούν, την εκπαίδευσή τους. Από μια τέτοια φιλία γεννιέται ευχαρίστηση και ωφέλεια πολύ μεγαλύτερη παρά εκείνη που υπάρχει μεταξύ ξένων, και είναι τόσο πιο μεγάλη όσο είναι πιο στενή η κοινή ζωή τους. (10) Στην αδερφική φιλία βρίσκονται συνενωμένες όλες οι ιδιότητες των μεταξύ εταίρων υφισταμένων φιλικών δεσμών, και περισσότερο όταν τ' αδέρφια είναι εξ ίσου ενάρετοι άνθρωποι και όμοιοι σε όλα. Γιατί τ' αδέρφια αγαπούν από γεννησιμιού ο ένας τον άλλο σαν παιδιά των ίδιων γονιών που τράφηκαν και ανατράφηκαν μαζί με τον ίδιο τρόπο. Τέλος η δοκιμασία του χρόνου είναι στην προκειμένη περίπτωση η πιο αποφασιστική και η πιο σίγουρη.
(15) Ανάλογη είναι και η φιλία μεταξύ των άλλων συγγενών.
Η ανάμεσα στον άνδρα και γυναίκα αμοιβαία αγάπη φαίνεται ότι προέρχεται από τη φύση. Γιατί ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση περισσότερο για το συζυγικό παρά για τον πολιτικό βίο, αφού η οικογένεια είναι προγενέστερη και αναγκαιότερη από την πολιτεία και ότι η τεκνοποιία είναι κοινή σ' όλα τα έμβια όντα.
(20) Και σχετικά με τα άλλα ζωντανά πλάσματα η κοινότητα δεν απλώνεται πιο πέρα απ' αυτό το σημείο. Οι άνθρωποι όμως δεν συγκατοικούν αποκλειστικά για την τεκνοποιία, αλλά για την αντιμετώπιση των αναγκών της ζωής. Τα έργα των ανδρών και των γυναικών καταμερίζονται ευθύς από την αρχή και διαφέρουν μεταξύ των. Έτσι επαρκούν ο ένας στον άλλο και ο καθένας θέτει τις ιδιότυπες υπηρεσίες του στη διάθεση της συζυγικής κοινότητας. Γι' αυτό στην τέτοιας λογής φιλία συνδυάζεται, όπως φαίνεται, το τερπνό με το ωφέλιμο. (25) Τέτοια πλεονεκτική κατάσταση ίσως να οφείλεται και στην αρετή, αν οι σύζυγοι είναι ενάρετοι, γιατί ο καθένας από τους συζύγους έχει την δική του αρετή κι αυτό μπορεί να είναι πηγή χαράς και για τους δυο μαζί. Άλλος δεσμός φαίνεται να είναι τα παιδιά, γιατί και χωρίς παιδιά οι γάμοι διαλύονται εύκολα. Γιατί τα παιδιά είναι κοινό και για τους δυο αγαθό, κι ό,τι είναι κοινό, αποτελεί συνεκτικό δεσμό. (30) Το πώς πρέπει να ζει ο σύζυγος με τη γυναίκα του και γενικά ο φίλος με το φίλο, δεν είναι άλλο παρά το ζήτημα που αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου, που δεν είναι ίδιοι προκειμένου για φίλο απέναντι του φίλου, απέναντι ξένων, συντρόφων ή συμμαθητών.
ΠΥΓΗ
ΠΥΛΗ

Φιλίες που στηρίζονται στην ισότητα και φιλίες που στηρίζονται σε σχέσεις υπεροχής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1158a1–1159b24

(ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1155a3–1159b24: Τα είδη της φιλίας) Φιλίες που στηρίζονται στην ισότητα και φιλίες που στηρίζονται σε σχέσεις υπεροχής
Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Ανάμεσα στους στρυφνούς και γέρους αναπτύσσεται φιλία, τόσο πιο σπάνια, όσον είναι πιο στρυφνοί κι όσο τους ευχαριστεί λιγότερο η συναναστροφή με τους συνανθρώπους των. Επειδή οι φιλικές διαθέσεις κι η κοινωνικότητα είναι, όπως φαίνεται, ιδιαίτερα κατάλληλα για την διατήρηση και σύναψη φιλικών σχέσεων. (5) Γι' αυτό οι νέοι γίνονται γρήγορα φίλοι, όχι όμως κι οι γέροι. Γιατί κανένας δεν κάμνει σύνδεσμο μ' εκείνους κοντά στους οποίους δεν βρίσκει απόλαυση. Κάτι όμοιο συμβαίνει και με τους στριφνούς. (Αλλά τέτοιοι άνθρωποι είναι δυνατό να επιθυμούν το αγαθό και να έρχονται βοηθοί σε μιαν ανάγκη), πραγματικοί όμως φίλοι δεν μπορούν να είναι, ένεκα του ότι δεν έρχονται σ' επικοινωνία μεταξύ τους και δεν βρίσκουν ευχαρίστηση ο ένας κοντά στον άλλο, (10) πράγμα που είναι ένα από τα κυριότερα στοιχεία της φιλίας.
Φίλος με την έννοια της αληθινής φιλίας δε μπορεί να είναι κανείς με πολλούς ανθρώπους, όπως δεν μπορεί αν είναι ερωτευμένος με πολλά πρόσωπα συγχρόνως. Γιατί η πραγματική φιλία μοιάζει με την υπερβολή, και η υπερβολή όταν πρόκειται για αγάπη, στρέφεται, από τη φύση της σ' ένα ορισμένο πρόσωπο. Και φυσικά, δεν είναι δυνατό, ν' αρέσουν πολλοί στο μεγαλύτερο βαθμό στο ίδιο πρόσωπο. (15) Εκτός απ' αυτά πρέπει ν' αποκτήσει κανείς με μακροχρόνια επικοινωνία σχετική πείρα (για το χαρακτήρα τους), πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Είναι ενδεχόμενο, όταν πρόκειται για συμφέρον και ευχαρίστηση ν' αρέσει κάποιος σε πολλούς, γιατί υπάρχουν σε πολλούς τέτοιοι, γιατί είναι πολλοί οι τέτοιοι, κι η (αμοιβαία) παροχή υπηρεσιών χρειάζεται λίγο χρόνο.
Από τα δύο αυτά είδη των φιλικών σχέσεων, εκείνη που μοιάζει με την αληθινή φιλία είναι εκείνη που στηρίζεται στην απόλαυση, όταν οι δυο φίλοι συμπεριφέρονται μεταξύ τους με τον ίδιο τρόπο, ή όταν ο ένας βρίσκει ευχαρίστηση στον άλλον ή τα ίδια πράγματα. (20) Τέτοια είναι η φιλία των νέων, επειδή σ' αυτούς επικρατεί περισσότερο η ιδεαλιστική πλευρά, ενώ εκείνη η φιλία που βασίζεται στο συμφέρον θυμίζει καπηλεία. Επίσης οι ευνοούμενοι της τύχης δεν αναζητούν φίλους, που θα τους ήταν χρήσιμοι, αλλά ευχάριστοι. Αυτοί επιθυμούν να συζούν με άλλους, αλλά ό,τι είναι οδυνηρό, το υποφέρει κανείς λίγο μονάχα καιρό, αλλά όχι παντοτινά, ούτε ακόμη το ίδιο το αγαθό, στην περίπτωση που του προκαλεί λύπη. (25) Γι' αυτό οι ευνοούμενοι της τύχης (οι μακάριοι) ζητούν φίλους ευχάριστους. Ενδέχεται αυτοί να είναι ενάρετοι άνθρωποι και αυτοί καθ' εαυτοί και για τους τυχερούς φίλους των, οπότε βρίσκονται συνενωμένες όλες οι ιδιότητες, που έχουμε την απαίτηση να συγκεντρώνουν οι φίλοι μας.
Και οι άρχοντες, φαίνεται ότι έχουν ανάγκη από φίλους δυο ειδών. Άλλοι είναι χρήσιμοι σ' αυτούς, άλλοι ευχάριστοι. Αλλά και τα δύο αυτά προτερήματα δεν είναι συνενωμένα στο ένα και το αυτό πρόσωπο. (30) Δεν ζητούν δηλ. ούτε ευχάριστους ανθρώπους που να είναι συγχρόνως και χρήσιμοι, ούτε χρήσιμους (για ηθικά ωραίους σκοπούς). Αλλ' εκείνοι που αγαπούν την απόλαυση ζητάνε ανθρώπους πνευματώδεις και ευφυολόγους, κι άλλοι πάρα πολύ ικανά άτομα για να εκτελούν τις διαταγές τους. Αυτά όμως δεν βρίσκονται πάρα πολύ συνδυασμένα σ' ένα και το αυτό πρόσωπο. Προηγουμένως είπαμε ότι ο πραγματικά ενάρετος άνθρωπος είναι χρήσιμος και ευχάριστος συγχρόνως. Αλλά ο τέτοιος δεν συνάπτει φιλικούς δεσμούς μ' εκείνον που είναι κοινωνικά ανώτερός του αν υπερέχει και στην αρετή. (35) Άλλως το πρόσωπο υψηλής καταγωγής δε θα είναι όμοιό του, εφόσον θα βρίσκεται σε κατώτερο ηθικό επίπεδο. Πάντως τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι.
[1158b] Οι φιλίες για τις οποίες μιλήσαμε στηρίζονται στην ισότητα.Γιατί σχετικά μ' αυτές τις φιλίες κατά τα δυο μέρη συγχρόνως παρέχουν και ποθούν ή ανταλλάσσουν το ένα αντί του άλλου π.χ. αντί ωφέλειας απόλαυση. Το ότι οι τέτοιας λογής φιλίες είναι λιγότερο γνήσιες και μικρότερης διάρκειας, το έχουμε ήδη πει. (5) Σχετικά με την ομοιότητα και την ανομοιότητα, φαίνονται ότι είναι κατά την ίδια σχέση φιλικές και συγχρόνως ότι δεν είναι τέτοιες. Όμοιες με την βασιζόμενη πάνω στην αρετή φιλία, φαίνονται φιλικές (αφού η μια παρέχει απόλαυση, η άλλη ωφέλεια ό,τι δηλ. προσφέρει και εκείνη), εφόσον όμως η τελευταία συμβαίνει να είναι αδιάβλητη και μόνιμη, ενώ εκείνες μεταβάλλονται γρήγορα (10) και διαφέρουν σε πολλά σημεία, δεν φαίνονται πραγματικές φιλίες επειδή είναι ανόμοιες με την φιλία, που βασίζεται στην αρετή.
Όμως υπάρχει κι άλλο είδος φιλίας, σχετικά με την οποία υπάρχει σχέση υπεροχής, καθώς είναι η φιλία του πατέρα προς το γυιο, του ηλικιωμένου προς τους νεώτερους, του συζύγου για την σύζυγο, του άρχοντος προς τους αρχομένους. Οι τέτοιες φιλίες διαφέρουν η μια από την άλλη. (15) Η φιλία των γονιών για τα παιδιά είναι διαφορετική από τη φιλία των αρχόντων προς τους αρχομένους, μα κι η φιλία του πατέρα προς το γυιο δεν είναι όμοια με τη φιλία του γυιου προς τον πατέρα, ούτε η φιλία του συζύγου στη σύζυγο είναι όμοια με την της συζύγου στο σύζυγο.
Το καθένα απ' αυτά τα πρόσωπα έχει δική του αρετή, και ιδιότυπο δράση. Τα κίνητρα των κλίσεών των είναι διαφορετικά, και γι' αυτό η αγάπη (φίλησις) και η φιλία διαφέρουν κάθε φορά μεταξύ των, (20) ώστε δεν ανταποδίδονται από τα δυο μέρη τα ίσα, κι ούτε πρέπει να το απαιτεί κανείς αυτό. Όταν τα παιδιά αποδίδουν ό,τι πρέπει στους γονιούς κι οι γονιοί ό,τι πρέπει στα παιδιά τους, τότε η φιλία ανάμεσά τους θα είναι μόνιμη και σεμνή.
Σ' όλες αυτές τις φιλίες που βασίζονται στην υπεροχή, (25) ο καλύτερος αγαπιέται μάλλον παρά αγαπά. Γιατί, όταν και τα δυο μέρη αγαπιούνται σύμφωνα με την αξία τους, γεννιέται κάποια ισότητα, που θεωρείται χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε φιλίας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ισότητα δεν παρουσιάζει στη φιλία τα ίδια γνωρίσματα όπως στη δικαιοσύνη. (30) Σχετικά με το δίκαιο, το κύριο σημείο είναι η στηριζόμενη στην αξία αναλογία και κατά δεύτερο λόγο η αναλογία που βασίζεται στην ποσότητα. Αντίθετα στη φιλία παίζει πιο βασικό ρόλο η αναλογία, που στηρίζεται στην ποσότητα και κατά δεύτερο λόγο αυτή που βασίζεται στην αξία. Αυτό το βλέπει κανείς καθαρά όταν ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα, υπάρχει σχετικά με την αρετή, την κακία, την ευμάρεια, ή κάτι άλλο, μεγάλη απόσταση. Τότε ο ένας δεν είναι φίλος του άλλου, ούτε και το επιδιώκει. (35) Πολύ πιο καθαρά βλέπει κανείς κάτι τέτοιο, όσον αφορά τους θεούς που υπερέχουν τόσο πολύ σχετικά με όλα τα αγαθά.
[1159a] Αυτό είναι φανερό και όσον αφορά τους βασιλιάδες, γιατί ούτε αυτών έχουν την αξίωση να είναι οι πολύ κατώτεροί τους, ούτε εκείνοι που δεν έχουν καμιάν αξία να γίνουν φίλοι των άριστων και πάρα πολύ σοφών.
Ακριβής ορισμός ως ποιο σημείο μπορεί να απλωθεί η φιλία ανάμεσα σε άτομα άνισης κοινωνικής κατάστασης δεν υπάρχει, γιατί κι αν ακόμη λείψουν πολλές σχετικές συνθήκες, η φιλία υπάρχει ακόμη πάντοτε. (5) Όταν όμως είναι μεγάλη η απόσταση, όπως ανάμεσα στο Θεό, είναι αδύνατη η φιλία. Έτσι γεννιέται η απορία, αν οι φίλοι επιθυμούν για τους φίλους των τα υπέρτατα αγαθά, π.χ. να γίνουν θεοί. Μα τότε δεν θα υπάρχουν πια φίλοι, ούτε τα αγαθά της φιλίας, αφού το αγαθό είναι οι φίλοι. Κι αν σωστά λένε ότι ο φίλος αγαπά το αγαθό για χάρη του ίδιου του φίλου του, (10) ο φίλος πρέπει να παραμένει όπως είναι. Τότε μονάχα ο φίλος θα επιθυμεί για τον φίλο του τα υπέρτατα αγαθά, όταν τον θεωρεί άνθρωπο. Αλλά κι αυτό όχι για όλους, γιατί ο καθένας επιθυμεί για τον εαυτό του τα αγαθά.
Φαίνεται ότι πολλοί θέλουν περισσότερο ν' αγαπιούνται παρά ν' αγαπούν (γι' αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν τους κόλακες, γιατί ο κόλακας είναι φίλος κατώτερος (15) ή προσποιείται ότι είναι τέτοιος και ότι προτιμά ν' αγαπά παρά ν' αγαπιέται). Το ν' αγαπιέται κανείς φαίνεται κοντά στο να τιμιέται, πράγμα που πολλοί το ποθούν. Φαίνεται όμως ότι δεν αγαπούν τις τιμές αυτές καθ' εαυτές, αλλά στην τύχη. Πραγματικά οι πολλοί χαίρονται για την τιμή που τους προσφέρουν οι άρχοντες έχοντας κάποια ελπίδα (20) (ότι θ' αποκτήσουν απ' αυτούς εκείνο που τους χρειάζεται: Να απολαμβάνουν δηλ. την τιμή σαν εγγύηση μελλοντικής ευεργεσίας). Όσοι ζητούν τιμές από ηθικούς και σοφούς ανθρώπους επιθυμούν να δυναμώσουν τη γνώμη που έχουν για τον εαυτό τους, και χαίρονται γιατί είναι ενάρετοι, επειδή πιστεύουν στη γνώμη εκείνων που το παραδέχονται. (25) Ακόμη χαίρονται επειδή αγαπιούνται γι' αυτό μονάχα. Για τούτο φαίνεται προτιμώτερο να τιμιέται κανείς και ότι η φιλία είναι ποθητή για τον εαυτό της. Άλλωστε φαίνεται πως η φύση της είναι περισσότερο φτιαγμένη για ν' αγαπά παρά για ν' αγαπιέται. Αυτό δείχνουν οι μητέρες, που βρίσκουν τη χαρά τους στο ν' αγαπούν. Μερικές απ' αυτές αφήνουν τα παιδιά τους να ανατρέφονται από άλλους και τα περιβάλλουν με συνειδητή αγάπη, (30) χωρίς ν' απαιτούν αμοιβαιότητα, γιατί δεν είναι δυνατά και τα δύο αυτά πράγματα. Θεωρούν τον εαυτό τους ικανοποιημένο, όταν βλέπουν τα παιδιά των ευτυχισμένα, και τ' αγαπούν κι όταν ακόμη αυτά από άγνοια δεν ανταποδίδουν ό,τι ανήκει στη μάνα.
Επειδή η φιλία συνίσταται περισσότερο στο ν' αγαπά κάποιος κι επαινούνται όσοι αγαπούν τους φίλους των, φαίνεται ότι αρετή των φίλων είναι η αγάπη. (35) Γι' αυτό εκείνοι που αγαπούν για την αξία είναι φίλοι σίγουροι κι η φιλία τους ακλόνητη. [1159b] Έτσι μπορεί να συμβεί, ώστε να συνδέονται με τους δεσμούς της φιλίας πρόσωπα άνισης κοινωνικής κατάστασης, επειδή μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσά τους ισότητα. Αλλά ισότητα και ομοιότητα είναι φιλία και προπαντός ομοιότητα, όταν πρόκειται για θέματα σχετικά με την αρετή. Και αφού οι ενάρετοι είναι αυτοί καθ' εαυτούς σταθεροί, είναι και μεταξύ τους τέτοιοι, (5) και δεν έχουν ανάγκη του κακού, ούτε το εξυπηρετούν και, για να πούμε έτσι, εμποδίζουν τους άλλους να το διαπράττουν. Πραγματικά η αρετή έγκειται στο να αποφεύγει κάποιος το κακό και να μην επιτρέπει ούτε στους φίλους του να το εκτελούν. Αντίθετα οι κακοί δεν είναι σταθεροί, γιατί δεν είναι ούτε με τον εαυτό τους όμοιοι και γίνονται φίλοι για λίγο καιρό, (10) επειδή ο ένας βρίσκει ηδονή στην κακία του άλλου. Πολύν χρόνο διαρκεί η φιλία εκείνων που είναι χρήσιμοι ο ένας στον άλλο και ευχάριστοι, εφόσον δηλ. προσφέρει ο ένας στον άλλον ωφέλεια και απόλαυση.
Φαίνεται πως η φιλία που βασίζεται στο συμφέρον γεννιέται από τις αντιθέσεις, όπως και η φιλία ανάμεσα στους πλούσιους και φτωχούς, αγράμματους και μορφωμένους. Γιατί ο καθένας επιθυμεί εκείνο που του λείπει, και προσφέρει κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει. (15) Στην κατηγορία αυτή μπορούμε να κατατάξουμε τον εραστή και τον ερωμένο, τον ωραίο και τον άσχημο. Γι' αυτό φαίνονται και οι εραστές γελοίοι κάποτε, εφόσον έχουν την απαίτηση ν' αγαπιούνται, όπως αγαπούν οι ίδιοι. Ίσως αυτό μπορεί να το απαιτήσει κανείς, αν είναι άξιος να τον ερωτευθεί κάποιος, αν όμως στερείται τέτοια χαρίσματα, γίνεται γελοίος. Ίσως να μην έλκονται τα αντίθετα (20) παρά μονάχα από την τύχη, και η επιθυμία να τα παρατείνει να φθάνουν στη μεσότητα. Το αγαθό, π.χ. δεν συνίσταται στο ξερό να γίνει υγρό, αλλά στο να πετύχει μια μέση κατάσταση, το ίδιο ισχύει και σχετικά με το ζεστό και για όλα τα άλλα. Όμως ας αφήσουμε αυτές τις σκέψεις (γιατί είναι μάλλον ξένες με το θέμα που εξετάζουμε τώρα).
ΠΥΓΗ
ΠΥΛΗ

IO CHE AMO SOLO TE