Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Ο ΑΜΕΣΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΣ…Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ο ΑΜΕΣΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΣ…Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
1
Α
ΚΟΛΟΥΘΗΣΑΜΕ τον Χριστό από τη Βηθλεέμ στο Γολγοθά και δια της Ανάστασης στο επεισόδιο όπου εξαφανίσθηκε απ’ τη θέα του απτού κόσμου και εισήλθε στον κόσμο των υποκειμενικών αξιών για να λειτουργήσει εκεί σαν “Διδάσκαλος όλων των Διδασκάλων και Δάσκαλος αγγέλων και ανθρώπων”. Προσεγγίσαμε το θέμα των πέντε κρίσεων της ζωής Του από τη σκοπιά της παγκόσμιας σημασίας τους παρά απ’ τη σημασία τους για μας σαν άτομα. Είδαμε ότι υπήρξε μια εξέγερση (και πολύ ορθά) στην έμφαση που δόθηκε από τους θεολόγους του παρελθόντος πάνω στη θυσία του αίματος του Χριστού· και φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι η ανάγκη του κόσμου σήμερα είναι να αναγνωρισθεί ο αναστάς Σωτήρας. Σημειώσαμε το γεγονός ότι η μοναδικότητα της αποστολής Του έγκειται στο γεγονός ότι στο “πλήρωμα του χρόνου” ήρθε να θεμελιώσει τη βασιλεία του Θεού, να φέρει σε ύπαρξη στη γη ένα άλλο βασίλειο της φύσης κι έτσι να θέσει την οροθετική γραμμή μεταξύ εκείνου που είναι αντικειμενικό και απατηλό κι εκείνου που είναι υποκειμενικό και πραγματικό. Ο ερχομός Του σημάδεψε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κόσμου των μορφών ή συμβόλων και του κόσμου των αξιών ή της έννοιας. Στον τελευταίο αυτό κόσμο εισερχόμαστε με μεγάλη ταχύτητα. Η επιστήμη, η θρησκεία κι η φιλοσοφία ασχολούνται σήμερα με τη σημασία και οι έρευνές τους τις οδηγούν έξω από τον κόσμο των εμφανίσεων· οι κυβερνήσεις και οι συναφείς επιστήμες – πολιτική και οικονομικά και κοινωνιολογία – πραγματεύονται με τη σειρά τους ιδέες και ιδανικά. [258] Ακόμη και στο βασίλειο των κοινωνικών αναταραχών και των πολέμων – γενικών, σποραδικών ή εμφύλιων – βλέπουμε τη διαμάχη διαφόρων ιδανικών κι όχι πολέμους επιθετικούς ή για την προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτές τις διακρίσεις μεταξύ του αντικειμενικού και του υποκειμενικού, μεταξύ του απτού και του άψαυστου, του ορατού και του αόρατου, τις γαλούχησε ο Χριστιανισμός, γιατί ήταν οι διαφορές που παρουσίαζε το βασίλειο του Θεού και το βασίλειο του ανθρώπου. Ο Χριστός ήρθε για να δώσει στη ζωή νόημα και αξία, όπως ακριβώς ο Βούδδας ήρθε για να μας διασαφηνίσει τις ψεύτικες αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται ο σύγχρονος κόσμος μας.
Μια μελέτη των διδασκαλιών που δόθηκαν νωρίτερα θα δείξει ότι κάθε διδασκαλία και κάθε παθών Υιός του Θεού που προηγήθηκε του Χριστού, έκανε δύο πράγματα:
Πρώτα απ’ όλα προετοίμασε το δρόμο για τον Χριστό, μεταδίδοντας τη διδασκαλία που η ιδιαίτερη εποχή Του, η περίοδος κι ο πολιτισμός απαιτούσαν και δεύτερο, διαδραμάτισε στη ζωή Του τη διδασκαλία των Μυστηρίων, η οποία όμως προ της εποχής του Χριστού περιοριζόταν στους πολύ λίγους που πρoετοιμάζονταν για μύηση, ή σ’ εκείνους που μπορούσαν να εισχωρήσουν με το δικαίωμα της μύησης στους ναούς αυτών των Μυστηρίων.
Έπειτα ήρθε ο Βούδδας και μίλησε στα πλήθη, λέγοντάς τους ποια ήταν η πηγή της δυστυχίας και δυσαρέσκειάς τους και δίνοντάς τους με τις Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες μια περιεκτική δήλωση της ανθρώπινης κατάστασης. Τους περιέγραψε την Ευγενή Οκταπλή Ατραπό που διέπει την ορθή διαγωγή κι έδωσε στην πραγματικότητα τους κανόνες που πρέπει να ελέγχουν κάποιον στην Ατραπό της Μαθητείας. Έπειτα, έχοντας επιτύχει τη Φώτιση, εισήλθε στο “Μυστικό Τόπο του Υψίστου” για να εμφανίζεται, όπως μας λέει ο θρύλος, μια φορά κάθε χρόνο για να ευλογήσει τον κόσμο. Αυτή η μέρα της ευλογίας (η μέρα της πανσελήνου του Μαΐου) τηρείται στην Ανατολή σαν μια μεγάλη γιορτή και στη Δύση πολλές εκατοντάδες την τηρούν επίσης σαν μέρα πνευματικής
 Η Ευγενής Οκταπλή Ατραπός
  • Αρχική σελίδα
  • Βουδισμός

  • Βασικές Αρχές της διδασκαλίας του Βουδισμού

  • Η Ευγενής Οκταπλή Ατραπός
  • Μπορούμε να υπερνικήσουμε το «Εγώ» μας, να νοιώσουμε μεγαλύτερη αρμονία με τον κόσμο γύρω μας και να εξαλείψουμε την οδύνη που βιώνουμε μέσω της Ευγενούς Οκταπλής Ατραπού. Σε αυτή την ατραπό (οδό) ο Τροχός (σύμβολο του Ντάρμα) παρουσιάζεται με οκτώ ακτίνες που απεικονίζουν τις παρακάτω οκτώ αρχές:
    1. Ορθή Κατανόηση
    Η Ορθή Κατανόηση είναι το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα της ατραπού διότι πρέπει πρώτα  να κατανοήσουμε την αλήθεια των Τεσσάρων Ευγενών Αληθειών ώστε να ξεκινήσουμε την πορεία μας.
    2. Ορθή Σκέψη
    Η Ορθή Σκέψη ακολουθεί αμέσως μετά. «Ορθή» στην περίπτωση αυτή σημαίνει «σύμφωνα με τα γεγονότα». Μας προτείνει δηλαδή να δούμε τα πράγματα ως έχουν και όχι όπως θα θέλαμε να είναι.
    3. Ορθός Λόγος
    4. Ορθή Πράξη
    5. Ορθός Βιοπορισμός
    Η Ορθή Σκέψη, Λόγος, Πράξη και Βιοπορισμός περιλαμβάνουν ηθικούς φραγμούς που αποτρέπουν από το ψέμα, την κλεψιά, την διάπραξη βίαιων πράξεων και τον βιοπορισμό με τρόπο που βλάπτει τους άλλους. Οι ηθικοί αυτοί φραγμοί όχι μόνο βοηθούν στην επίτευξη της γενικότερης κοινωνικής αρμονίας, αλλά μας βοηθούν να ελέγξουμε και να εξαλείψουμε την αίσθησή του «Εγώ» μας.
    6. Ορθή Προσπάθεια
    Ακολουθεί η Ορθή Προσπάθεια η οποία είναι σημαντική διότι το «Εγώ» ευδοκιμεί στην απραξία και την λανθασμένη προσπάθεια.
    Στην απραξία διότι εάν δεν προσπαθήσουμε να ασκήσουμε τους αυτούς μας δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα πετύχουμε τίποτα απολύτως σε οποιοδήποτε επίπεδο στη ζωή και στην «λάθος προσπάθεια» διότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί από πολύ ενεργούς ανθρώπους.
    Επομένως η προσπάθεια πρέπει να γίνεται και πρέπει να συνάδει με τη διδασκαλεία και με την προσπάθεια εξάλειψης του «Εγώ» μας.
    7. Ορθή Επίγνωση
    8. Ορθή Συγκέντρωση.
    Τα τελευταία δύο βήματα της ατραπού είναι η Ορθή Επίγνωση ή γνώση και η Ορθή Συγκέντρωση. Τα δύο αυτά στάδια αντιπροσωπεύουν το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση από την οδύνη.
    Το να είμαστε αφυπνισμένοι και να έχουμε ανά πάσα στιγμή επίγνωση του τι πράττουμε είναι θεμελιώδες για την καλή διαβίωση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους, αλλά στη Δύση η επίσημη πρακτική ονομάζεται «διαλογισμός» και είναι ο τρόπος επίτευξης της Ορθής Επίγνωσης και Συγκέντρωσης.ανάμνησης.********************************************
    Κατόπιν ήρθε ο Χριστός και παρουσίασε στον κόσμο κι εξέθεσε δημόσια με τη ζωή Του και τα κρίσιμα σημεία της τις μεγάλες διαδικασίες της μύησης (πέντε σε αριθμό) που βρίσκονται [259] μπροστά σ’ όλους εκείνους που τηρούν τους κανόνες τους οποίους καθιέρωσε ο μεγάλος Του Αδελφός. Προώθησε κατά ένα βήμα τη διδασκαλία και την έκανε προσιτή στις μάζες. Έτσι διαιωνίσθηκε η συνέχεια της αποκάλυψης. Ο Βούδδας μας δίδαξε τους κανόνες για τους μαθητές που πρoετοιμάζονται για τα Μυστήρια της μύησης, ενώ ο Χριστός μας έδωσε το επόμενο στάδιο και μας έδειξε τη διαδικασία της μύησης από τη στιγμή της νέας γέννησης στη βασιλεία μέχρι εκείνη την τελική ανάσταση στη ζωή. Το έργο Του υπήρξε μοναδικό σε χρόνο και τόπο, γιατί σημάδεψε μια κορύφωση του παρελθόντος και μια είσοδο σε κάτι τελείως νέο όσον αφορά την ανθρωπότητα σαν σύνολο.
    Η ανθρωπότητα έφθασε επίσης σε ένα μοναδικό στάδιο της ανάπτυξής της. Η φυλή έγινε νοήμων και η προσωπικότητα του ανθρώπου – φυσική, συναισθηματική και νοητική – προωθήθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο ολοκλήρωσης και συντονισμού. Αυτό σε μια κλίμακα τόσο τεράστια ήταν μοναδικό. Υπήρχαν μεμονωμένες προσωπικότητες. Τώρα στη Χριστιανική εποχή ζούμε σε μια εποχή προσωπικοτήτων. Τόσο υψηλό είναι το γενικό επίπεδο της ζωής της ολοκληρωμένης προσωπικότητας ώστε έχουμε την τάση να νιώθουμε ότι φτάσαμε σε μια εποχή που δεν υπάρχουν εξέχουσες φυσιογνωμίες. Αυτό πιθανόν οφείλεται στο γεγονός ότι ο γενικός μέσος όρος της ανθρώπινης ανάπτυξης είναι τόσο υψηλός ώστε η δύναμη της υπεροχής είναι πάρα πολύ περιορισμένη. Εξαιτίας αυτής της ανάπτυξης η ανθρωπότητα (θεωρούμενη σαν βασίλειο της φύσης) έφθασε σ’ ένα σημείο όπου κάτι νέο μπορεί να προβάλει, όπως συμβαίνει πάντα σε ανάλογες περιστάσεις σε άλλα βασίλεια. Μπορούμε να δημιουργήσουμε και σαν φυλή να γεννήσουμε το επόμενο βασίλειο της φύσης, το οποίο ο Χριστός ονόμασε βασιλεία του Θεού· είναι το βασίλειο των ψυχών, το βασίλειο των πνευματικών ζωών και μέσα απ’ αυτό προβάλλει μοναδικά ο Χριστός. Είναι ο ιδρυτής αυτού του βασιλείου. Διακήρυξε την ύπαρξή του κι έδειξε τη φύση του. Με τον Εαυτό Του μας έδωσε μια έκφραση των ιδιοτήτων του και μας έδειξε τα χαρακτηριστικά του πολίτη αυτού του βασιλείου.
    Με το παράδειγμα του Ιδρυτή του ο Χριστιανισμός είχε επίσης τη μοναδική αποστολή της εγκαινίασης της εποχής της υπηρεσίας. Η παγκόσμια υπηρεσία, [260] η παγκόσμια ευημερία, το παγκόσμιο συμφέρον, η παγκόσμια επικοινωνία και η σπουδαιότητα του γενικού καλού είναι όλα προϊόντα της έμφασης που έδωσε ο Χριστός στην ανθρώπινη θειότητα και στην αδελφότητα των ανθρώπων που βασίζεται στην Πατρότητα του Θεού. Σε καμιά άλλη θρησκεία ή εποχή δεν τονίσθηκαν τόσο αυτά τα σημεία. Με πολλούς τρόπους παραμένουν ακόμη ιδανικά, αλλά σιγά-σιγά γίνονται γεγονότα.
    Ο Χριστός πέτυχε συνεπώς με το έργο Του τα εξής πράγματα:
    1.  Εξωτερίκευσε τα Μυστήρια, έτσι ώστε να γίνουν γνωστά στην ανθρωπότητα σαν σύνολο και να μην είναι μόνο η μυστική κατοχή των Μυημένων.
    2.  Αναπαράστησε το δράμα της μύησης ενώπιον του κόσμου, έτσι ώστε ο συμβολισμός της να μπορέσει να εισχωρήσει στην ανθρώπινη συνείδηση.
    3.  Μας έδωσε μια απόδειξη της τελειότητας, έτσι ώστε να μη διερωτώμαστε πλέον για τη φύση του Θεού, όμως ταυτόχρονα μας έδωσε την εγγύηση ότι κι εμείς είμαστε τέκνα του Θεού και μπορούμε επίσης να επιτύχουμε τη θειότητα, αν ακολουθήσουμε τα βήματά Του.
    4.  Μας αποκάλυψε τον κόσμο της έννοιας και στο Πρόσωπο του ιστορικού Χριστού μας έδειξε τη σημασία του κοσμικού Χριστού, του μυθικού Χριστού και του μυστικού Χριστού στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Αποκάλυψε τη φύση του υπερβατικού Θεού και του ενύπαρκτου Θεού.
    5.  Σ’ Αυτόν κορυφώθηκε το παρελθόν της ανθρωπότητας· σ’ Αυτόν το παρόν βρίσκει τη λύση του και το μέλλον συμβολίζεται στη ζωή και το θάνατό Του. Συνεπώς και οι τρεις γραμμές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος συναντώνται σ’ Αυτόν και Του δίνουν τη μοναδική Του σημασία.
    6.  Εγκαίρως ίδρυσε τη βασιλεία του Θεού όταν το ανθρώπινο βασίλειο άγγιζε την ωριμότητα. Με τη ζωή Του κατέδειξε τις αξίες αυτού του βασιλείου, απεικονίζοντάς μας το χαρακτήρα των πολιτών του κι άνοιξε διάπλατα τη θύρα για όλους όσους είναι ικανοί (με την υπηρεσία και την πειθαρχία) να εξέλθουν απ’ το ανθρώπινο βασίλειο στο πνευματικό βασίλειο. [261]
    7.  Ύψωσε το Σταυρό Του σαν ορόσημο, σύμβολο και παράδειγμα μεθόδου, μεταξύ του κόσμου των απτών αξιών και του κόσμου των πνευματικών αξιών και μας κάλεσε στο θάνατο της κατώτερης φύσης για να κυριαρχήσει πλήρως το Πνεύμα του Θεού.
    8.  Μας δίδαξε ότι πρέπει να τελειώσει ο θάνατος κι ότι το πεπρωμένο της ανθρωπότητας είναι η ανάσταση εκ νεκρών. Η αθανασία πρέπει να πάρει τη θέση της θνητότητας. Για χάρη μας λοιπόν αναστήθηκε εκ νεκρών κι απέδειξε ότι τα δεσμά του θανάτου δεν μπορούν να κρατούν το ανθρώπινο ον που μπορεί να λειτουργεί σαν Υιός του Θεού.
    Πολλοί υιοί του Θεού πέρασαν απ’ τους Ναούς των Μυστηρίων· πολλοί έμαθαν να λειτουργούν θεία και στη διαδικασία έκφρασης της θειότητας έζησαν και υπηρέτησαν και πέθαναν. Αλλά κανείς τους δεν ήρθε την ιδιαίτερη περίοδο ανέλιξης που έκανε δυνατή την παγκόσμια αναγνώριση την οποία εφέλκυσε ο Χριστός, ούτε ήταν αρκετά αναπτυγμένη η διανόηση των μαζών για να επωφεληθεί από τη διδασκαλία τους σε ευρεία κλίμακα μέχρι εκείνη την εποχή. Απ’ αυτή την άποψη ο Χριστός και η αποστολή Του ήταν μοναδικά σημαντική. Μας δίδαξε να εργαζόμαστε για την ενότητα και να δίνουμε τέλος στην απομόνωση, το μίσος και το χωρισμό, λέγοντας μας να αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας. Έδωσε ένα μήνυμα που ήταν παγκόσμιο στα επακόλουθά του, γιατί η βασιλεία του Θεού στέκει ορθάνοιχτη σε όλους όσους αγαπούν και υπηρετούν και εξαγνίζουν την κατώτερη φύση τους, ανεξάρτητα πίστης και δόγματος. Δίδαξε την ενότητα της πίστης, την Πατρότητα του Θεού και την ανάγκη όχι μόνο να βαδίζουμε με το Θεό, αλλά να βαδίζουμε από κοινού με αγάπη και κατανόηση. Τόνισε την ανάγκη της συνεργασίας, δείχνοντας ότι αν ακολουθούμε αληθινά την Οδό, θα θέσουμε τέρμα στον ανταγωνισμό και θα τον αντικαταστήσουμε με τη συνεργασία. Μας παρακίνησε να ζούμε με αρχές, θείες, βασικές και θεμελιώδεις και να μη δίνουμε έμφαση στις προσωπικότητες.
    Αγάπη, αδελφοσύνη, συνεργασία, υπηρεσία, αυτοθυσία, περιεκτικότητα, ελευθερία από δοξασίες, αναγνώριση της θειότητας – αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του πολίτη της βασιλείας κι αυτά παραμένουν ακόμη τα ιδανικά μας. [262] Το σπουδαίο συνεπώς ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα είναι τι ακριβώς πρέπει να γίνει για να πραγματωθεί η επίτευξη των τριών κύριων αντικειμενικών σκοπών που ο Χριστός έθεσε ενώπιόν μας. Παραμένουν αντικειμενικοί σκοποί για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος κι έχουν αναγνωρισθεί γενικά ακόμη κι όταν αγνοείται η Χριστιανική ερμηνεία τους ή όταν δεν αναγνωρίζεται ο Χριστός. Πώς θα τελειοποιήσουμε το ανθρώπινο ον, έτσι ώστε ο χειρισμός της ζωής του κι η στάση του προς τους ανθρώπους και το περιβάλλον του να είναι ορθή κι εποικοδομητική; Πώς θα υλοποιήσουμε στη γη εκείνη την κατάσταση συνείδησης που συνοδεύεται από εκείνες τις συνθήκες ζωής, το αποτέλεσμα των οποίων θα άξιζε να αναγνωρίζεται σαν βασιλεία του Θεού; Πώς θα φτάσουμε σε κάποια κατανόηση του προβλήματος του θανάτου, με την υπερνίκηση της διαδικασίας του θανάτου και την επίτευξη της ανάστασης; Ο Χριστός μας έδωσε συγκεκριμένη απάντηση και πρόγραμμα για την επίλυση του προβλήματος της ανθρώπινης τελειοποίησης, του προβλήματος ενός νέου κόσμου και του προβλήματος της αθανασίας.
    Ότι η ανθρωπότητα είναι στο δρόμο για μεγάλα και ζωτικά γεγονότα αναγνωρίζεται γενικά. Στο παρελθόν προοδεύσαμε μέσω διαφόρων πολιτισμών προς ένα σπουδαίο παρόν και βρισκόμαστε στο δρόμο μας για ακόμη μεγαλύτερα επιτεύγματα. Ανακύπτει ωστόσο το ερώτημα πώς θα μπορέσουμε να επιταχύνουμε τη διαδικασία· αν με μια ορθή κατανόηση του Χριστού και της διδασκαλίας Του θα μπορούσαμε να επισπεύσουμε το ζήτημα, έτσι ώστε η βασιλεία και οι νόμοι της να επικρατήσουν νωρίτερα απ’ ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά. Καμιά θυσία εκ μέρους μας δε θα ήταν πολύ μεγάλη αν ο Χριστός είχε δίκιο στη θέση που πήρε και στη διδασκαλία που έδωσε ως προς τη φύση του ανθρώπου. Η απόφαση εναπόκειται σε μας. Η εκλογή είναι δική μας. Συνεπώς σε τελική ανάλυση ποια είναι η απόφαση που πρέπει να πάρουμε; Ποιο είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε; Ο Χριστός είπε ότι ο άνθρωπος είναι θείος. Είχε δίκιο; Αν ο άνθρωπος είναι θείος και υιός του Πατρός, ας προχωρήσουμε να εκφράσουμε αυτή τη θειότητα και να διεκδικήσουμε τα πρωτοτόκια μας. Στο παρελθόν αφιερώσαμε πολλή σκέψη και συζήτηση για το Θεό. Ο υπερβατικός Θεός αναγνωρίσθηκε και απορρίφθηκε. Ο ενύπαρκτος Θεός είναι στα πρόθυρα της αναγνώρισης και σ’ αυτή την αναγνώριση [263] βρίσκεται ασφαλώς η διέξοδος για τον άνθρωπο. Είμαστε άραγε θείοι; Αυτό είναι το πολύ σπουδαίο ερώτημα.
    Εάν ο άνθρωπος είναι θείος, αν η μαρτυρία των αιώνων είναι αληθινή κι αν ο Χριστός ήρθε να μας δείξει τη θειότητα σε έκφραση και να θεμελιώσει τη νέα βασιλεία, τότε η κατάρρευση σήμερα των παλιών μορφών και η πλατιά καταστροφή των γνωστών δομών της κοινωνίας και της θρησκείας μπορεί να είναι απλά μέρος της διαδικασίας θέσπισης των νέων μεθόδων της ζωής και του σχεδιασμένου έργου ενός ζωτικού εξελισσόμενου πνεύματος. Η αντίδραση στην εμφάνιση της βασιλείας μπορεί να εξηγεί την αναταραχή των μαζών κι η γενική ευαίσθητη ανταπόκριση στα νέα ιδανικά μπορεί να οφείλεται στην κρούση της δύναμης της βασιλείας στις διάνοιες των πιο προχωρημένων ανθρώπων του κόσμου. Ο μυστικιστής κι ο Χριστιανός μπορούν να μιλούν με όρους της βασιλείας του Θεού· οι φιλάνθρωποι και οι φιλόσοφοι μπορούν να μιλούν με όρους της παγκόσμιας κοινότητας, του νέου πολιτισμού, της παγκόσμιας ομοσπονδίας των εθνών, της ανθρωπότητας σαν συλλογικό σώμα, της ζωής της κοινότητας και του διεθνισμού και της οικονομικής αλληλεξάρτησης και της παγκόσμιας ενότητας· αλλά αυτά είναι απλά λόγια και ονόματα που διάφοροι τύποι διάνοιας εφαρμόζουν στο μεγάλο αναδυόμενο γεγονός ενός νέου βασιλείου της φύσης που προβάλλει απ’ το ανθρώπινο βασίλειο, με τις δικές του αρχές ζωής, τους νόμους της ομαδικής ευημερίας και της αδελφότητας του ανθρώπου.
    Με την ανέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης βγαίνουμε από το αναγκαίο στάδιο του ατομισμού· χάσαμε πρόσκαιρα τη θέα των βαθύτερων αληθειών, των μυστικών αξιών και της μίας Ζωής πίσω απ’ όλες τις μορφές. Ασχοληθήκαμε πολύ με τα υλικά και ιδιοτελή ενδιαφέροντα. Αυτό όμως ήταν ένα αναγκαίο στάδιο, ακόμη κι αν κράτησε τόσο πολύ. Ήρθε πια ο καιρός να τερματίσουμε την περίοδο του ιδιοτελή ατομισμού, μην επιτρέποντάς του να είναι ο ελέγχων παράγοντας της ζωής μας· ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε να σμίγουμε και να ενοποιούμε τα βαθύτερα στοιχεία του κόσμου της πραγματικότητας με την εξωτερική ζωή. Οι καλύτερες διάνοιες της εποχής μας το εκτιμούν τώρα αυτό κι από κάθε πλευρά έρχεται το κάλεσμα για μια εμβάθυνση της ζωής, μια αναγνώριση της φύσης και της ανάγκης μιας συνεκτικής κατανόησης των διαδικασιών του κόσμου [264] και της συνειδητής νοήμονος ολοκλήρωσής τους σε μια αναγνωρίσιμη παγκόσμια τάξη. Η διάσπαση του κόσμου αυτή την εποχή είναι ορθή και καλή, υπό τον όρο ότι κατανοούμε γιατί συμβαίνει και τι πρέπει να επακολουθήσει. Η καταστροφή που επιτελείται με την προοπτική της τελικής ανοικοδόμησης είναι ορθή και πρέπουσα, αλλά τα σχέδια της επικείμενης δόμησης πρέπει να γίνουν κάπως κατανοητά και πρέπει να υπάρξει κάποια ιδέα της επακόλουθης ανοικοδόμησης.
    Η ανάγκη μας σήμερα είναι να δούμε το κρυμμένο νήμα του σκοπού που θα μας βγάλει από το φαινομενικό αδιέξοδο· να απομονώσουμε από τις πολλές θεωρίες τη βασική εκείνη θεωρία που δεν έχει τις ρίζες της μόνο στο παρελθόν, αλλά είναι ικανή να εφαρμοσθεί μ’ ένα νέο τρόπο, με νέους όρους, από εκείνους που έχουν διαποτισθεί από το νέο όραμα. Χρειαζόμαστε εκείνο που ο Δρ. Σβάιτσερ αποκαλεί “…η αναγνώριση ότι ο πολιτισμός βασίζεται σε κάποιο είδος θεωρίας του σύμπαντος και μπορεί να αποκατασταθεί μόνο με την πνευματική αφύπνιση και τη θέληση για ηθικό καλό στις μάζες του ανθρώπινου γένους”.[1] Αυτή η αφύπνιση είναι ήδη εδώ και η θέληση για το καλό είναι παρούσα. Η διδασκαλία του Χριστού δεν είναι απηρχαιωμένη ούτε αναχρονιστική. Χρειάζεται μόνο να διασωθεί απ’ τις ερμηνείες των θεολογιών του παρελθόντος και να εκληφθεί στην απλή αξία της που είναι μια έκφραση της θειότητας του ανθρώπου, της συμμετοχής του στη βασιλεία που βρίσκεται σε διαδικασία αναγνώρισης και της αθανασίας του σαν πολίτη αυτής της βασιλείας. Ό,τι στην πραγματικότητα περνάμε είναι “μια θρησκευτική μύηση στα μυστήρια της Ύπαρξης”[2] κι απ’ αυτή θα προκύψει μια βαθιά αίσθηση του ενυπάρχοντος Θεού μέσα μας και σ’ όλη την ανθρωπότητα. Η ανάγκη γι’ αυτή την επαναξιολόγηση μας εντυπώνεται σταθερά. Συνεπώς θα άξιζε να δεχθούμε αυτή τη δυνατότητα και να εξετάσουμε πρακτικά την ατομική μας σχέση με το έργο που ο Χριστός εξέφρασε κι εγκαινίασε και να ασχοληθούμε με το πρόβλημα της ατομικής μας τελειοποίησης για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε στην ίδρυση της βασιλείας [265] και να αναπτύξουμε εκείνες τις αξίες που θα εγγυώνται την αθανασία.
    Κάποιος παρατήρησε ότι τα βάσανά μας αυτή την εποχή οφείλονται κυρίως στην έλλειψη ενορατικής αντίληψης εκ μέρους εκείνων που μπορούν να εντυπώσουν τις μάζες και να οδηγήσουν τους ανθρώπους προς τα εμπρός. Επιζητούν να οδηγούν με νοητικές μεθόδους και εξαναγκασμούς κι όχι με την ενορατική παρουσίαση της πραγματικότητας που το παιδί κι ο σώφρων άνθρωπος μπορούν συγχρόνως να αναγνωρίσουν. Εκείνο που χρειάζεται είναι το όραμα, γιατί “όπου δεν υπάρχει όραμα οι λαοί χάνονται”.[3] Δε μας έλειψε ο ιδεαλισμός ούτε υπήρξαμε πολύ άφρονες. Οι περισσότεροι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν ζητήματα και προβλήματα, δρουν με ειλικρίνεια, ακόμη κι αν η γραμμή δράσης τους μπορεί να φαίνεται εσφαλμένη. Αλλά το εξέχον λάθος μας υπήρξε η αποτυχία να προβούμε σ’ εκείνες τις προσαρμογές και τις θυσίες της προσωπικότητας που θα έκαναν εφικτή την πραγμάτωση.
    Οι άνθρωποι ζητούν καθοδήγηση· ζητούν σωστή ηγεσία· ελπίζουν ότι θα οδηγηθούν στο δρόμο που πρέπει να βαδίσουν· κι όμως πάντα τους δόθηκε καθοδήγηση, ηγεσία και κατεύθυνση. Ο Χριστός φώτισε την ατραπό κι ακόμη μας περιμένει ν’ ακολουθήσουμε, όχι ένας-ένας, αλλά – κάτω από εμπνευσμένους μαθητές – σαν φυλή. Όπως τα τέκνα του Ισραήλ υπό τον Μωυσή, πρέπει να προχωρήσουμε και να βρούμε τους “άγιους τόπους”. Πώς λοιπόν όσοι έχουν όραμα (και είναι πολλοί) μπορούν να εξασκηθούν για να βοηθήσουν στον ορθό προσανατολισμό της ανθρωπότητας; Πώς μπορούν να γίνουν οι ηγέτες που τόσο πολύ χρειαζόμαστε; Μαθαίνοντας να οδηγούνται απ’ τον Χριστό κι ακολουθώντας την καθοδήγηση του εσώτερου μυστικού Χριστού που αναπόφευκτα θα τους οδηγήσει κατευθείαν στον Χριστό το Μυσταγωγό. Σαν ζηλωτές των μυστηρίων πρέπει να μάθουμε τον τρόπο με την υπακοή στο φως που μπορεί να έχουμε, με την αγάπη και την ευαισθητοποίηση στην έμπνευση εκ των άνω. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δεν έχουμε αληθινή δικαιολογία για την αποτυχία, γιατί άλλοι προχώρησαν κι ο Χριστός τα έκανε όλα σαφή κι απλά.
    Η υπακοή στο ύψιστο που γνωρίζει κανείς, τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα πράγματα, είναι ένας πολύ απλός κανόνας για να τον ακολουθήσουν πολλοί, είναι όμως το μυστικό του Δρόμου. [266] Ζητούμε τόσα πολλά κι όταν μας δίνεται ένας απλός κανόνας και μας λένε να υπακούμε μόνο τη φωνή της συνείδησης και ν’ ακολουθούμε τη λάμψη του φωτός που μπορούμε να δούμε, δεν το βρίσκουμε αρκετά ενδιαφέρον για να προκαλέσει άμεση υπακοή. Αλλά αυτός ήταν ο πρώτος κανόνας που ακολούθησε ο Χριστός κι όταν ήταν ακόμη παιδί είπε ότι ήρθε ν’ ασχοληθεί με “τα του Πατρός Του”. Υπάκουσε στην κλήση. Έκανε όπως Του είπε ο Θεός· ακολούθησε βήμα προς βήμα την εσώτερη φωνή – κι αυτή Τον οδήγησε από τη Βηθλεέμ στο Γολγοθά. Τον οδήγησε όμως τελικά στο Όρος της Ανάληψης. Μας έδειξε τα αποτελέσματα της υπακοής κι “έμαθεν αφ’ ών έπαθε την υπακοήν”. Πλήρωσε το τίμημα και μας αποκάλυψε τι είναι και τι κάνει ο Θεός στον άνθρωπο.
    Το επίτευγμα της ανθρώπινης τελειοποίησης δεν είναι το απλό ζήτημα της δημιουργίας καλού χαρακτήρα και να είναι κανείς καλός και αγαθός. Χρειάζονται περισσότερα απ’ αυτό. Είναι ζήτημα κατανόησης και μιας νέας και ρυθμισμένης εσώτερης στάσης, προσανατολισμένης στο Θεό επειδή προσανατολίζεται στην υπηρεσία του ανθρώπου στον οποίο εκφράζεται ο Θεός. “Ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν όν εώρακε, τον Θεόν όν ουχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν;”[4] Αυτό είναι το ερώτημα που ο Ιωάννης, ο αγαπημένος Απόστολος, θέτει και που εμείς σαν φυλή δεν επιχειρήσαμε ακόμη να απαντήσουμε. Η ζωτική ανάγκη είναι να επιστρέψουμε στην απλή θεμελιώδη οδηγία που έδωσε ο Χριστός και να μάθουμε ν’ αγαπούμε τον αδελφό μας. Η αγάπη δεν είναι μια αισθηματική και συγκινησιακή κατάσταση συνείδησης. Υπολογίζει το σημείο εξέλιξης και την ανάπτυξη του χαρακτήρα εκείνων που πρέπει ν’ αγαπηθούν· αλλά παρόλα αυτά είναι μια αγάπη που βλέπει αληθινά κι η οποία, επειδή βλέπει τόσο αληθινά μπορεί να δρα με σύνεση. Είναι μια αγάπη που αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος χρειάζεται αγάπη κι ότι ένα πνεύμα αγάπης (που είναι πνεύμα περιεκτικότητας, ανοχής, δίκαιης κρίσης και μακρόπνοου οράματος) μπορεί να οδηγήσει όλους τους ανθρώπους σ’ εκείνη την εξωτερική ενότητα που βασίζεται σε μια αναγνωρισμένη εσώτερη σχέση.
    Είμαστε όλοι έτοιμοι να δεχθούμε αγάπη. Είμαστε όλοι πρόθυμοι να αγαπηθούμε γιατί αντιλαμβανόμαστε, ασυνείδητα αν όχι συνειδητά, [267] ότι αγάπη σημαίνει υπηρεσία και μας αρέσει να μας υπηρετούν. Ήρθε ο καιρός που πρέπει να αλλάξει η ιδιοτελής αυτή στάση προς τη ζωή και πρέπει να μάθουμε να δίνουμε κι όχι να ζητούμε αγάπη, να προβαίνουμε στην υπηρεσία όλων όσων συναντούμε καθημερινά και να μην προσδοκούμε ούτε ν’ απαιτούμε τίποτε για το χωριστό εαυτό. Όταν αυτό το πνεύμα (που είναι κατεξοχήν το πνεύμα του Χριστού κι εκείνων που Τον γνωρίζουν καλύτερα) γενικευθεί, τότε θα δούμε μια ταχύτερη ολοκλήρωση των επιθυμητών αλλαγών. Θεολογικά μας ειπώθηκε ότι “ο Θεός είναι αγάπη” κι έπειτα Τον ερμηνεύουμε με όρους του δικού μας μίσους, των δικών μας περιορισμένων ιδανικών, των στενών θεολογιών και των χωριστικών μας στάσεων. Αναγνωρίσαμε τον Χριστό σαν το μεγάλο Υπηρέτη της φυλής και Τον δείξαμε σαν το παράδειγμα εκείνου που είναι εφικτό. Δεν παρέχουμε όμως γενική υπηρεσία και η ποιότητα αυτή δεν αποτελεί ακόμη την κινητήρια δύναμη της ζωής του κόσμου. Κινητοποιεί τη ζωή σαφέστερα από ποτέ πριν, αλλά οι προσπάθειες που τώρα γίνονται – είκοσι αιώνες από τότε που ο Χριστός μας έδωσε την εντολή να ακολουθούμε τα βήματά Του – χρησιμεύουν μόνο για να δείξουν πόσο βραδείς υπήρξαμε, πόσα πολλά υπολείπονται να γίνουν και πόσο απελπιστικά οι άνθρωποι χρειάζονται να υπηρετηθούν από εκείνους που έχουν όραμα και την αγάπη του Θεού στην καρδιά τους. Είναι φανερό πόσο λίγη αγάπη χρησιμοποιείται αυτή την εποχή στον κόσμο. Το ουσιαστικό πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι ο λόγος που μπορούμε να αναγνωρίσουμε το Θεό σαν Θεό αγάπης είναι γιατί εμείς οι ίδιοι είμαστε βασικά και δυναμικά όμοιοι με το Θεό σε ποιότητα. Αυτό συνιστά πρόβλημα γιατί αν δεν αφυπνισθεί κάπως το θείο μέσα μας, μας είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε ορθά την αγάπη και είναι αδύνατο για τις μάζες των ανθρώπων που βρίσκονται ακόμη στην ατραπό του γίγνεσθαι και σε πολλές περιπτώσεις είναι μόλις ανθρώπινα όντα, να κατανοήσουν την πραγματική σημασία της αγάπης.
    ****************************************************
    ΜΕΡΟΣ 2
    Η κατανόηση της αγάπης κι η έκφραση της αγάπης είναι αυστηρά προσωπικά θέματα. Η αγάπη μπορεί να μένει αόριστα θεωρία ή συναισθηματική εμπειρία. Μπορεί να γίνει κινητήριος παράγοντας της ζωής και κάτι που συνεισφέρει στο σύνολο. Αν ο καθένας σκεφθεί για λογαριασμό του το νόημα της αγάπης στη ζωή του κι αν όλοι αποφάσιζαν να δώσουν αγάπη και κατανόηση (όχι συναισθηματικές αντιδράσεις, [268] αλλά σταθερή, μόνιμη, κατανοούσα αγάπη) τότε οι περιπλοκές στον ταραγμένο αυτό κόσμο θα εξοβελίζονταν και θα γινόταν ένας ευκολότερος τόπος για να ζήσουμε σ’ αυτόν. Η αγάπη είναι ουσιαστικά η αντίληψη της αδελφοσύνης. Είναι η αναγνώριση ότι όλοι είμαστε τέκνα του Ενός Πατρός· είναι έλεος και συμπόνια και κατανόηση και υπομονή. Είναι η αληθινή έκφραση της ζωής του Θεού.
    Αν η πρώτη απαίτηση του ανθρώπου που επιζητεί να πρoετοιμασθεί για τα Μυστήρια του Ιησού είναι η υπακοή στο ύψιστο που μπορεί να νιώσει και να γνωρίσει και η δεύτερη είναι η άσκηση της αγάπης, η τρίτη είναι η ανάπτυξη εκείνης της ευαισθησίας και της εσώτερης προσοχής δια της οποίας μπορεί να φθάσει στη σημασία και την κατάσταση της έμπνευσης. Δεν πρόκειται καθόλου για την ανάπτυξη της ψυχιστικής ικανότητας όπως νοείται συνήθως· είναι παρούσα με πολλές μορφές ανάμεσα στα τέκνα του Θεού, από την προσοχή στην εσώτερη φωνή της συνείδησης και του καθήκοντος (δύο απ’ τις κατώτατες μορφές έμπνευσης) μέχρι την ανώτερη εκείνη πνευματική επίτευξη που βρίσκει έκφραση στις εμπνευσμένες γραφές του κόσμου.
    Αν δεν υπάρχει αυτή η έμπνευση, δεν είναι δυνατό στον άνθρωπο να εισέλθει στο ναό και να κοινωνήσει με Εκείνο που τον εισάγει στις λεπτοφυείς διαδικασίες της μύησης. Ο πρώτος Μυσταγωγός είναι η ίδια η ψυχή, ο θείος εαυτός του ανθρώπου, ο πνευματικός άνθρωπος που στέκει πίσω απ’ το περίβλημα του εξωτερικού ανθρώπου κι ο οποίος αγωνίζεται να ελέγξει και να εργασθεί δια της εξωτερικής προσωπικότητας. Η ψυχή ή ο εαυτός ανοίγει στον άνθρωπο τη θύρα της έμπνευσης και του αποκαλύπτει τη φύση της θείας του συνείδησης, συντονίζοντας το αυτί του να συλλαμβάνει τον ήχο της “Φωνής που μιλά στη σιγή” – όταν ο άνθρωπος έχει κατασιγάσει όλες τις εξωτερικές φωνές.
    Η επίτευξη της ικανότητας της έμπνευσης είναι ουσιαστική σε κάθε πρόοδο στην ατραπό της μύησης και προϋποθέτει ανάπτυξη της νοημοσύνης που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να κάνει τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις. Η αληθινή έμπνευση δεν είναι καθόλου η ανάδυση του υποσυνείδητου εαυτού ή νου· [269] ούτε είναι η αποδέσμευση στον άνθρωπο της ροής των ιδεών και των σκέψεων που είναι δικές του – φυλετικές, εθνικές ή οικογενειακές· δεν είναι ο συντονισμός στον κόσμο της σκέψης που μπορεί να γίνει τόσο εύκολα από εκείνους στους οποίους αναπτύχθηκε κάποια ποιότητα τηλεπαθητικής επικοινωνίας. Ούτε είναι η ακοή των πολλών φωνών που ακούγονται όταν ο άνθρωπος γίνεται τόσο ολοκληρωτικά αρνητικός και τόσο κενός από κάθε νοήμονα σκέψη ώστε οι ήχοι, οι ιδέες και οι υποβολές του κόσμου των ψυχικών φαινομένων να εισβάλλουν πολύ εύκολα. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν το επίπεδο της νοημοσύνης είναι σχετικά χαμηλής τάξης. Η έμπνευση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι η διείσδυση στον κόσμο της σκέψης και των ιδεών, τον οποίο πρόσεχε ο Χριστός όταν άκουγε μια Φωνή και Του μιλούσε ο Πατήρ. Είναι η ενορατική ανταπόκριση ενός νοήμονος νου στις εντυπώσεις που προέρχονται από την ψυχή κι από τον κόσμο των ψυχών. Τότε η ομιλία της βασιλείας μας γίνεται οικεία. Είμαστε σε επαφή με εκείνες τις απελευθερωμένες ψυχές που λειτουργούν σ’ αυτό το βασίλειο και τα κύματα της σκέψης και οι ιδέες που επιδιώκουν να εντυπώσουν στις διάνοιες των ανθρώπων βρίσκουν το δρόμο τους στην κυκλοφορία μέσω των συντονισμένων διανοιών των μαθητών του κόσμου. Αυτή είναι η έμπνευση κι αυτή είναι η ικανότητα για την οποία οι ζηλωτές παντού πρέπει ν’ αρχίσουν να εκγυμνάζονται και πρέπει να επιτευχθεί στον κόσμο της καθημερινής ζωής. Είναι μια δύναμη που παράγεται με τις διαδικασίες του ορθού διαλογισμού· είναι έκφραση της ψυχής που εργάζεται δια του νου κι έτσι δραστηριοποιεί τον εγκέφαλο με ωθήσεις που είναι καθαρά πνευματικές. Η έμπνευση ευθύνεται για όλες τις νέες ιδέες και τα αναπτυσσόμενα ιδανικά του σύγχρονου κόσμου μας. Η εποχή της έμπνευσης δεν έφυγε ούτε πέρασε· είναι παρούσα εδώ και τώρα. Ο Θεός μιλά ακόμη στους ανθρώπους, γιατί ο κόσμος μας παρέχει ακόμη επαρκείς ευκολίες για την ανάπτυξη εκείνων των ποιοτήτων που είναι χαρακτηριστικές του Χριστού στην ανθρώπινη καρδιά, της ψυχής, του υιού του Θεού σε ενσάρκωση, που κατοικεί σ’ αυτή την κοιλάδα των δακρύων, ή όπως ονομάσθηκε “κοιλάδα της ψυχοπλασίας”.
    Για να επιτύχει όμως αυτή τη συγκεκριμένη και συνειδητή ψυχική επαφή, ο ζηλωτής πρέπει να μάθει την υπακοή απ’ τα πράγματα [270] από τα οποία υποφέρει και πρέπει επίσης να ασκεί το έργο της αγάπης. Αυτό δεν είναι εύκολο. Απαιτεί πειθαρχία, αδιάκοπη προσπάθεια και αγώνα για εκείνη την κατάκτηση του εαυτού που σημαίνει καθημερινή σταύρωση κι εκείνη τη στενή προσοχή που ποτέ δεν παίρνει τα μάτια της απ’ το στόχο, αλλά έχει πάντα συνείδηση του σκοπού, της προόδου και του προσανατολισμού. Το θαύμα της διαδικασίας είναι ότι μπορεί να προωθηθεί εδώ και τώρα, στη θέση που βρισκόμαστε, χωρίς να απαιτούμε την ελάχιστη παρέκκλιση από τον τόπο του καθήκοντος και της ευθύνης.
    Αυτός είναι ο στόχος του ανθρώπου που επιζητεί να σταθεί με τον Χριστό στη θεμελίωση της βασιλείας, εκπληρώνοντας έτσι τη θέληση του Θεού. Δεν υπάρχει άλλος αντικειμενικός σκοπός που ν’ αξίζει την προσοχή του ανθρώπου, ούτε άλλος που ν’ απορροφά κάθε δύναμη που διαθέτει, κάθε χάρισμα και ταλέντο που κατέχει και κάθε στιγμή της ύπαρξής του. Σήμερα απλώνεται η κλήση για Υπηρέτες της φυλής και για άνδρες και γυναίκες που θα εργασθούν στο χρέος της τελειοποίησης του εαυτού τους για να μπορέσουν να εξοπλισθούν καλύτερα για να υπηρετήσουν τους συνανθρώπους τους και το Θεό στον άνθρωπο.
    Λένε ότι όταν εισέλθουμε στον κόσμο των ιδανικών, “οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών γίνονται αμελητέες και οι συμφωνίες εντυπωσιακές. Υπάρχει μόνο ένα ιδανικό για τον άνθρωπο, να καταστεί βαθιά ανθρώπινος. ‘Εστέ τέλειοι.’ Ο όλος άνθρωπος, ο πλήρης άνθρωπος, είναι ο ιδανικός άνθρωπος, ο θείος άνθρωπος”. Στην ατραπό της εξάγνισης ανακαλύπτουμε πόσο ασθενής κι εσφαλμένος είναι ο κατώτερος προσωπικός άνθρωπος· στην ατραπό της μαθητείας εργαζόμαστε για την ανέλιξη εκείνων των ποιοτήτων που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ο οποίος είναι έτοιμος να βαδίσει την Οδό και να γεννηθεί στη Βηθλεέμ. Τότε θα μάθουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας και το Θεό, θα μάθουμε δια της επίτευξης αν ό,τι μας λένε είναι γεγονός ή όχι. Λένε ότι “…κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει ορθά την ιστορική αλήθεια εγγράφων όπως τα Ευαγγέλια, αν δεν έχει βιώσει πρώτα μέσα του τη μυστική έννοια που περιέχουν…” Ο Άγγελος Σιλέσιους του δέκατου έβδομου αιώνα εξέφρασε ήδη το σύνολο της κριτικής στάσης γι’ αυτό το είδος έρευνας:
    “Αν κι ο Χριστός γεννιέται κάθε χρόνο στη Βηθλεέμ και ποτέ
    Δε γεννήθηκε μέσα σου, τότε είσαι χαμένος για πάντα· [271]
    Κι αν μέσα σου δεν υψώθηκε ξανά
    Ο Σταυρός του Γολγοθά, δεν μπορεί να σε σώσει απ’ τον πόνο.”[5]
    Η αυτογνωσία οδηγεί στη γνώση του Θεού. Είναι το πρώτο βήμα. Η εξάγνιση του εαυτού οδηγεί στην πύλη της μύησης και τότε μπορεί κανείς να βαδίσει την Οδό που βάδισε ο Χριστός απ’ τη Βηθλεέμ στο Γολγοθά.
    Είμαστε ανθρώπινα όντα, αλλά είμαστε και θεία. Είμαστε πολίτες της βασιλείας, αν και δε διεκδικήσαμε ούτε εισήλθαμε ακόμη στη θεία κληρονομιά μας. Η έμπνευση εισρέει συνεχώς· η αγάπη λανθάνει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά. Μόνο η υπακοή απαιτείται σαν πρώτο βήμα κι όταν αυτή δοθεί, η υπηρεσία που είναι η έκφραση της αγάπης κι η έμπνευση που είναι η επιρροή της βασιλείας, γίνονται συγκεκριμένο τμήμα της έκφρασης της ζωής μας. Αυτό είναι εκείνο που ήρθε ν’ αποκαλύψει ο Χριστός· είναι η Λέξη που ήχησε. Μας κατέδειξε τις ανθρώπινες και θείες δυνατότητές μας και αποδεχόμενοι το γεγονός της διπλής αλλά θείας φύσης μπορούμε να αρχίσουμε να βοηθούμε στη θεμελίωση και την έκφραση του βασιλείου.
    Πρέπει να αντιληφθούμε ότι “η υπέρτατη, αγνότατη και απόλυτα επαρκής έκφραση του μυστηρίου του ανθρώπου είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος. Μόνο Αυτός πραγματικά και τελικά τοποθετεί την ανθρώπινη φύση στο σωστό φως. Η εμφάνισή Του στην ιστορία δίνει στον άνθρωπο το δικαίωμα να θεωρείται κάτι περισσότερο από ένα απλό πλάσμα. Αν υπάρχει πραγματικά Θεάνθρωπος υπάρχει επίσης Άνθρωπος-θεός, δηλαδή ‘άνθρωπος’ που δέχθηκε τη θεότητα μέσα του… ο Άνθρωπος- θεός είναι συλλογικός και παγκόσμιος, δηλαδή το ανθρώπινο γένος σαν σύνολο ή η παγκόσμια εκκλησία. Γιατί μόνο σε κοινωνία με όλους τους συνανθρώπους του μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί το Θεό”.[6]
    Η στάση του ατόμου στο παράδειγμα του Χριστού είναι συνεπώς υπακοή στην εντολή να επιτύχουμε τελειότητα. Αλλά το κίνητρο πρέπει να είναι εκείνο που παρότρυνε τον Χριστό σε όλη Του τη θεία δραστηριότητα – τη θεμελίωση της νέας βασιλείας και την επίτευξη εκείνης της κατάστασης συνείδησης σε παγκόσμια [272] κι ανθρώπινη κλίμακα που θα καταστήσει το ανθρώπινο ον πολίτη της βασιλείας, λειτουργώντας συνειδητά εκεί, υποκείμενος θεληματικά στους νόμους της και αγωνιζόμενος σταθερά για την επέκτασή της στη γη. Είναι ο αγγελιαφόρος της βασιλείας· και η ανύψωση της συνείδησης των συνανθρώπων του, έτσι ώστε να μπορέσουν να υπερβούν τον εαυτό τους, γίνεται το αυτοπροσδιορισμένο χρέος του. Ο συμμερισμός μαζί τους στα ωφέλη της βασιλείας και η ενίσχυσή τους καθώς βαδίζουν τη δύσκολη ατραπό προς την πύλη που οδηγεί σ’ αυτό το βασίλειο, γίνεται το μόνο προσφιλές κι άμεσο καθήκον. Η ψυχή που ήρθε σε επαφή με την κατώτερη έκφραση, τον προσωπικό εαυτό, παρασύρει αυτό τον εαυτό στην ατραπό της Υπηρεσίας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί τότε να ησυχάσει μέχρι να οδηγήσει κι άλλους στο Δρόμο και στην ελευθερία των υιών του Θεού, που διακρίνει τη νέα κι επερχόμενη βασιλεία.
    Η νέα θρησκεία βρίσκεται στο δρόμο και είναι εκείνη για την οποία μας προετοίμασαν όλες οι προγενέστερες θρησκείες. Διαφέρει μόνο στο ότι δε θα διακρίνεται πια από δόγματα και δοξασίες, αλλά θα είναι ουσιαστικά μια στάση του νου, ένας προσανατολισμός στη ζωή, στον άνθρωπο και στο Θεό. Θα είναι επίσης μια ζώσα υπηρεσία. Η ιδιοτέλεια και τα εγωκεντρικά συμφέροντα θα αποκλεισθούν τελικά, γιατί η βασιλεία του Θεού είναι η ζωή του σωματικού όλου, που τη νιώθουν και την επιθυμούν όλοι οι πολίτες της και η οποία πραγματώνεται κι εκφράζεται απ’ όλους όσους βαδίζουν την Οδό. Η μύηση δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ τη διαδικασία ανάπτυξης μέσα μας των δυνάμεων και ικανοτήτων του νέου και ανώτερου αυτού βασιλείου του οποίου οι δυνάμεις αποδεσμεύουν τον άνθρωπο σ’ έναν ευρύτερο κόσμο και τείνουν να τον καταστήσουν ευαίσθητο στο οργανικό όλο αντί στο μέρος. Ο ατομισμός κι η χωριστικότητα θα εξαφανισθούν μόλις η βασιλεία έρθει σε ύπαρξη. Η συλλογική συνείδηση είναι η κύρια έκφρασή της και ποιότητα. Είναι το επόμενο συγκεκριμένο και σαφές βήμα πάνω στην εξελικτική Ατραπό κι αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε ν’ αποκτήσουμε τελικά συνείδηση του ευρύτερου όλου ή να συμμετάσχουμε ενεργά στην ενοποιημένη ζωή του. Είναι όμως δυνατό να επιταχύνουμε την έλευση της βασιλείας και η ανάγκη του κόσμου σήμερα και η γενική στροφή των ανθρώπων στον κόσμο των ιδεών φαίνεται να δείχνει [273] ότι ήρθε ο καιρός για την εξαιρετική προσπάθεια που θα κατασταλάξει την εμφάνιση της βασιλείας και θα φέρει σε εκδήλωση εκείνο που αναμένει άμεση αποκάλυψη. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Χριστιανική εκκλησία. Η ανάγκη απαιτεί όραμα, σοφία και την πλατιά εκείνη ανοχή που βλέπει τη θειότητα παντού κι αναγνωρίζει τον Χριστό σε κάθε ανθρώπινο ον.
    Καθώς συλλαμβάνουμε τη σημασία της βασιλείας του Θεού αρχίζουμε να κατανοούμε τι σημαίνει Εκκλησία του Χριστού κι η έννοια εκείνου του “νέφος μαρτύρων”[7] από το οποίο συνεχώς περιβαλλόμαστε. Η βασιλεία του Θεού δεν είναι κάποια ιδιαίτερη εκκλησία με τις δικές της ιδιόρρυθμες δοξασίες, τις ιδιαίτερες διατυπώσεις της αλήθειας, την ειδικευμένη μέθοδο διακυβέρνησης στη γη και προσέγγισης του Θεού.
    Η αληθινή Εκκλησία είναι η βασιλεία του Θεού πάνω στη γη, απαλλαγμένη απ’ τη διακυβέρνηση των κληρικών κι αποτελούμενη απ’ όλους, ανεξάρτητα φυλής ή πίστης, που ζουν με το ένδον φως, ανακάλυψαν το γεγονός του μυστικού Χριστού στις καρδιές τους και πρoετοιμάζονται να βαδίσουν την Οδό της Μύησης. Η βασιλεία δεν αποτελείται από ορθοδόξους θεολογικά σκεπτόμενους ανθρώπους. Η πολιτεία της είναι ευρύτερη και περιλαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον που σκέπτεται με όρους ευρύτερους από το ατομικό, το ορθόδοξο, το εθνικό και το φυλετικό. Τα μέλη της ερχόμενης βασιλείας θα σκέπτονται με όρους της ανθρωπότητας σαν σύνολο· κι όσο είναι χωριστικοί ή εθνικιστές ή θρησκευτικά φανατισμένοι ή εμπορικά ιδιοτελείς, δεν έχουν θέση σ’ αυτή τη βασιλεία. Η λέξη πνευματικός θα λάβει μια πολύ ευρύτερη έννοια από εκείνη που της δόθηκε στην παλιά εποχή που τώρα ευτυχώς φεύγει. Όλες οι μορφές της ζωής θα θεωρούνται από τη σκοπιά των πνευματικών φαινομένων και δε θα θεωρείται πια κάποια δραστηριότητα πνευματική και κάποια άλλη όχι. Το ζήτημα του κινήτρου, του σκοπού και της ομαδικής χρησιμότητας θα καθορίζει την πνευματική φύση μιας δραστηριότητας. Να εργαζόμαστε για το σύνολο· ν’ ασχολούμαστε με τη βοήθεια της ομάδας· να γνωρίζουμε τη Μία Ζωή που πάλλεται σ’ όλες τις μορφές και να εργαζόμαστε με τη συνείδηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί – [274] αυτές είναι οι αρχικές ποιότητες που πρέπει να δείχνει ο πολίτης της βασιλείας. Η ανθρώπινη oικογένεια είναι ατομικά αυτοσυνείδητη κι αυτό το στάδιο της χωριστικής συνείδησης υπήρξε αναγκαίο και χρήσιμο· αλλά ήρθε ο καιρός να έχουμε επίγνωση μεγαλύτερων επαφών, ευρύτερων σχέσεων και μιας γενικότερης περιεκτικότητας.
    Πώς θα υλοποιηθεί αυτή η κατάσταση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη; Με τη βαθμιαία και σταθερή αύξηση του αριθμού εκείνων που είναι πολίτες αυτής της βασιλείας και ζουν στη γη τη ζωή τους εκδηλώνοντας τις ποιότητες και τη συνείδηση που χαρακτηρίζει τέτοιους πολίτες· με τους απανταχού άνδρες και γυναίκες που καλλιεργούν την ευρύτερη συνείδηση και γίνονται όλο και περισσότερο περιεκτικοί. “Κάθε σκέψη”, μας λέει ο Δρ. Χώκινγκ, “που μπορεί αλάνθαστα να γκρεμίσει τα τείχη του Εαυτού, διανοίγει αμέσως ένα άπειρο Παγκόσμιο πεδίο. Πρόσθεσε ένα δεύτερο στο δικό μου κι έχω το σύνολο”.[8] Και μας δίνει το κλειδί στη διαδικασία που πρέπει να καλλιεργηθεί σ’ αυτό το έργο της ουσιαστικής ενότητας, λέγοντας ότι “…ο αληθινός μυστικιστής είναι εκείνος που διατηρεί την πραγματικότητα και των δύο κόσμων και αφήνει στο χρόνο και στην προσπάθεια την κατανόηση της ενότητάς τους”.[9] Η βασιλεία του Θεού δε διαχωρίζεται απ’ την πρακτική καθημερινή ζωή στο επίπεδο των καθημερινών υποθέσεων. Ο πολίτης της βασιλείας έχει παγκόσμια συνείδηση και θεϊκή συνείδηση. Οι γραμμές της επαφής του είναι σαφείς προς δύο κατευθύνσεις: δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, αλλά για το Θεό και τους συνανθρώπους του και το καθήκον του προς το Θεό πραγματώνεται με την αγάπη που νιώθει και δείχνει σ’ όσους τον περιβάλλουν. Δε γνωρίζει φραγμούς ούτε διαιρέσεις· ζει – σαν ψυχή – σε κάθε όψη της φύσης του, με το νου και τα συναισθήματά του και στο φυσικό πεδίο της ζωής. Εργάζεται με την αγάπη και με αγάπη κι εξαιτίας της αγάπης του Θεού.
    Μια στενή μελέτη της ιστορίας του Ευαγγελίου και μια πνευματική προσοχή στα λόγια του Χριστού θα κάνουν φανερό ότι τα τρία εξέχοντα χαρακτηριστικά του έργου Του και οι τρεις κύριες γραμμές της δραστηριότητάς Του αποβλέπουν να γίνουν και δικές μας. Οι τρεις αυτές είναι, όπως είδαμε, πρώτο, η επίτευξη της τελειότητας [275] κι η εκδήλωσή της δια των πέντε μεγάλων γεγονότων που ονομάζουμε κρίσεις στη ζωή του Χριστού, τις πέντε κύριες μυήσεις της Ανατολής και των σχολών του εσωτερισμού· δεύτερο, η θεμελίωση της βασιλείας – μια ευθύνη που βρίσκεται στον καθένα μας, διότι αν κι ο Χριστός άνοιξε τη θύρα προς τη βασιλεία, το υπόλοιπο έργο πέφτει στους ώμους μας· τρίτο, η επίτευξη της αθανασίας που βασίζεται στην ανάπτυξη εκείνου μέσα μας που έχει τη φύση του πραγματικού, που έχει αληθινή αξία και που αξίζει ν’ αντέξει στη δοκιμασία της αθανασίας. Η τελευταία αυτή σκέψη είναι κάτι που αξίζει να προσέξουμε. Δυστυχώς είναι βαθιά αληθινό ότι “…ο άνθρωπος, όπως είναι σήμερα, δεν έχει ικανότητα επιβίωσης. Πρέπει να αλλάξει ή να καταστραφεί. Ο άνθρωπος, όπως είναι, δεν αποτελεί την τελευταία λέξη της δημιουργίας. Αν δεν το κάνει, αν δεν μπορέσει να προσαρμοσθεί ο ίδιος και οι θεσμοί του στο νέο κόσμο, θα παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα είδος πιο ευαίσθητο και λιγότερο χονδρoειδές στη φύση του. Αν ο άνθρωπος δεν μπορέσει να κάνει την εργασία που του ζητείται, κάποιο άλλο πλάσμα που θα μπορέσει, θα παρουσιασθεί”.[10]
    Τέτοιο ήταν πάντοτε το εξελικτικό σχέδιο. Η ζωή του Θεού δόμησε για λογαριασμό της τον ένα φορέα μετά τον άλλο για να εκδηλωθεί και το ένα βασίλειο διαδέχθηκε το άλλο. Η ίδια μεγάλη διεύρυνση επίκειται σήμερα. Ο άνθρωπος, το αυτοσυνείδητο ον, μπορεί να διαφέρει ριζικά απ’ τις μορφές ζωής στα άλλα βασίλεια γιατί μπορεί να προχωρήσει στο κύμα της ζωής του Θεού με πλήρη συνείδηση. Μπορεί να μετέχει της “χαράς του Κυρίου” καθώς ευρύτερες εκτάσεις συνείδησης γίνονται δικές του· μπορεί να γνωρίσει τη φύση εκείνης της μακαριότητας που αποτελεί την εξέχουσα κατάσταση της φύσης του Θεού. Δε χρειάζεται ανθρώπινη αποτυχία, ούτε διακοπή της συνέχειας της αποκάλυψης. Υπάρχει κάτι στον άνθρωπο που μπορεί να του επιτρέψει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του βασιλείου στο οποίο βρίσκεται και του νέου βασιλείου στον ορίζοντα. Τα ανθρώπινα όντα που είναι πολίτες και των δύο βασιλείων – του ανθρώπινου και του πνευματικού – είναι μαζί μας σήμερα και πάντα. Κινούνται με ελευθερία σε οποιονδήποτε κόσμο κι ο Χριστός μας έδωσε την τέλεια εκδήλωση αυτής της ιδιότητας του πολίτη [276] και μας είπε ότι μπορούμε να κάνουμε “μείζονα πράγματα” από εκείνα που έκανε. Αυτό είναι το ένδοξο μέλλον προς το οποίο προσανατολίζεται σήμερα ο άνθρωπος και για το οποίο τον πρoετοιμάζουν όλα τα παγκόσμια γεγονότα.
    Η πρoετοιμασία γι’ αυτή τη βασιλεία είναι χρέος της μαθητείας και συνιστά την επίπονη πειθαρχία στον πενταπλό δρόμο της μύησης. Το έργο του μαθητή είναι η θεμελίωση της βασιλείας και το κύριο χαρακτηριστικό των πολιτών της είναι η αθανασία. Είναι μέλη μιας Αθάνατης Φυλής κι ο τελικός εχθρός που υπερνικούν είναι ο θάνατος· λειτουργούν συνειδητά μέσα κι έξω από το σώμα και δεν τους ενδιαφέρει ποιο είναι· έχουν αιώνια ζωή γιατί υπάρχει μέσα τους κάτι που δεν πεθαίνει, όντας της φύσης του Θεού. Το να γίνει κανείς αθάνατος επειδή συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες του, δεν αποτελεί επαρκή λόγο για ένα νοήμονα νου· το να έχει αιώνια ζωή επειδή ο Χριστός πέθανε πριν δύο χιλιάδες χρόνια, δεν αποτελεί ικανοποιητική απόδειξη για τον άνθρωπο που έχει συνείδηση της ευθύνης και της ταυτότητάς του· το να ζει κανείς αιώνια επειδή είναι θρησκευόμενος ή δέχθηκε κάποιες μορφές πίστης, είναι λόγος που απορρίπτεται απ’ τον άνθρωπο που έχει επίγνωση της εσώτερης δύναμης και φύσης του· το να βασίσει κανείς την πίστη στην επιβίωση πάνω στην παράδοση ή ακόμη πάνω στην έμφυτη αίσθηση της διάρκειας, δε φαίνεται αρκετό. Ξέρουμε πολλά για τη δύναμη και την ισχύ της αυτοσυντήρησης και τη δημιουργική ώθηση της αυτοδιαιώνισης. Ίσως αυτές οι δύο προωθούνται απλά με μια ιδεαλιστική έννοια, καθώς ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το τέλος.
    Υπάρχει όμως έμφυτη στην ανθρωπότητα η αίσθηση ότι ανήκει αλλού· υπάρχει μια θεία δυσαρέσκεια που πρέπει ασφαλώς να βασίζεται σε κάποια φυσική κληρονομιά που αποτελεί εγγύηση της πρoέλευσής μας. Η προσέγγιση αυτή σε μια ευρύτερη και πληρέστερη ζωή είναι τόσο ανθρώπινο χαρακτηριστικό όσο και η φυσική τάση του ατόμου να προσεγγίσει την οικογενειακή ζωή και τις κοινωνικές επαφές. Είναι συνεπώς το ίδιο επιτεύξιμη όσο κι αυτή η τάση και σ’ αυτή συμβάλλει η μαρτυρία των αιώνων. Επομένως η προσωπική σωτηρία έχει μικρή σημασία εκτός αν τεθεί σε μια γενικότερη και καθολική σωτηρία. Στη Βίβλο δίνεται η υπόσχεση ότι: [277] “ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα”[11] και στα λόγια αυτά έχουμε το κλειδί. Υπήρξε η τάση να πιστεύουμε ότι όταν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, η θέλησή Του για έκφραση ικανοποιήθηκε τελείως. Δεν υπάρχει ασφαλώς πραγματική βάση σ’ αυτή την πίστη. Αν ο Θεός δεν έχει την ικανότητα να δημιουργήσει κάτι τελειότερο απ’ την ανθρωπότητα κι αν η ζωή που διαχύνεται στο φυσικό κόσμο δεν εργάζεται για κάτι μεγαλύτερο, λεπτότερο και ωραιότερο από καθετί που δημιουργήθηκε ως τώρα, τότε ο Θεός δεν είναι θείος με την έννοια που συνήθως γίνεται δεκτός αυτός ο όρος. Ζητούμε από το Θεό περισσότερα απ’ αυτό – μεγαλείο πέρα απ’ οτιδήποτε μας έδειξε ως τώρα. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι δυνατό. Επαναπαυόμαστε στη θειότητα και είμαστε βέβαιοι ότι δε θα μας διαψεύσει. Αλλά η αποκάλυψη της έσχατης τελειότητας, όποια κι αν είναι (και δεν πρέπει να περιορίζουμε το Θεό απ’ τις προκατειλημμένες ιδέες μας), μπορεί ν’ απαιτήσει την ανέλιξη στον άνθρωπο δυνάμεων κι ενός μηχανισμού που θα του επιτρέψει να την αναγνωρίσει, να συμμετάσχει στο θαύμα της και στην ευρύτερη σφαίρα επαφών της. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να αλλάξουμε για να εκφράσουμε το θείο όπως το εξέφρασε ο Χριστός, προτού ο Θεός προχωρήσει στην εκδήλωση του κάλλους της κρυμμένης βασιλείας. Ο Θεός χρειάζεται τη συνεργασία του ανθρώπου. Καλεί τους ανθρώπους να εκπληρώσουν τη θέλησή Του. Το θεωρήσαμε σαν δρόμο για το δικό μας ατομικό καλό, που ίσως ήταν μια εσφαλμένη στάση. Πρέπει να σηκωθούμε και να προωθήσουμε το εσώτερο Σχέδιο, εξοπλιζόμενοι για την τελειότητα, για να μπορέσει ο Θεός “από του πόνου της ψυχής αυτού δείξαι αυτώ φως”.[12] Αποτελούμε το κρίσιμο πείραμα του Θεού. Το σπέρμα της θείας ζωής βρίσκεται μέσα μας, αλλά εμείς οι ίδιοι πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό και ήρθε ο καιρός που η ανθρωπότητα σαν σύνολο πρέπει να γαλουχήσει τη θεία ζωή μέσα στη φυλετική μορφή.
    Συνεπώς είναι άμεσο καθήκον μας για το συμφέρον του βασιλείου του οποίου οι πολίτες είναι αθάνατοι, να ανελίξουμε εκείνο που είναι μέσα μας θείο και τα χαρακτηριστικά του οποίου μπορούν να γίνουν γνωστά απ’ την αίσθηση της αξίας, απ’ την ιδιότητα του φωτός και απ’ τη φύση της αγάπης του. Η πλήρης έκφραση του “Κρυφού Ανθρώπου της Καρδιάς” είναι η ανάγκη σήμερα. [278] Αίτημα είναι η αποκάλυψη του Εαυτού μέσα στον εαυτό. Αυτός ο εαυτός που γαλουχήθηκε, καλλιεργήθηκε, ασκήθηκε και αναπτύχθηκε, αποτελεί την αθάνατη όψη του ανθρώπου και γι’ αυτό τον εαυτό είμαστε υπεύθυνοι. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, ούτε μπορούμε να αποφύγουμε το γεγονός ότι είμαστε μέρος ενός συνόλου κι ότι μόνο καθώς ο Χριστός αναγνωρίζεται από ολόκληρη τη φυλή κι εκφράζεται από την ανθρωπότητα σαν σύνολο, θα επιτύχουμε εκείνο για το οποίο δημιουργηθήκαμε – την εκπλήρωση της θέλησης του Θεού, όπως την εκπλήρωσε ο Χριστός. Χρειάζεται να ξεπεράσουμε το σύμπλεγμα κατωτερότητας που προκύπτει απ’ τη φράση: “Όπως την εκπλήρωσε ο Χριστός”. Ένα βιβλίο που αναφέρθηκε νωρίτερα, δηλώνει ότι η ιδέα ενός προσωπικού Χριστού πρέπει να εκλείψει και ν’ αντικατασταθεί απ’ τον Χριστό σαν τη ζωή και την ελπίδα σ’ όλους μας. Είναι ο μοναδικά σημαντικός που κατανοεί το αληθινό εσώτερο νόημα της αθανασίας. Εκείνοι στους οποίους η αίσθηση των αξιών υποτάσσεται στις αξίες της ψυχής και των οποίων συνείδηση είναι η αιωνιότητα, είναι αιώνιοι στις διαδικασίες της ζωής τους. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε.
    Ενδιαφερόμαστε για το ζωτικό σύνολο; Έχει η ευημερία της φυλής πραγματική σημασία για μας; Είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε το καθετί για το καλό του συνόλου; Αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα για το ζηλωτή ατομικά και στα οποία πρέπει να απαντήσει αν πρόκειται να κατανοήσει σαφώς τι επιδιώκει να κάνει. Αυτή η διαδικασία της απόδοσης σεβασμού στο σύνολο συνοψίσθηκε για μας από το Δρ. Σβάιτσερ που μας παρουσιάζει μια θαυμάσια εικόνα της βασιλείας του Θεού. Μας λέει ότι:
    “Ο πολιτισμός συνίσταται απλά στο να δινόμαστε σαν ανθρώπινα όντα στην προσπάθεια να επιτύχουμε την τελείωση της ανθρώπινης φυλής και την κάθε είδους ενεργοποίηση της προόδου στις περιστάσεις της ανθρωπότητας και του αντικειμενικού κόσμου. Η νοητική αυτή στάση συνεπάγεται ωστόσο μια διπλή προδιάθεση: πρώτο, πρέπει να πρoετοιμασθούμε να δράσουμε καταφατικά στον κόσμο και τη ζωή· δεύτερο, πρέπει να γίνουμε ηθικοί.
    Μόνο όταν μπορέσουμε ν’ αποδώσουμε πραγματικό νόημα στον κόσμο και τη ζωή, θα μπορέσουμε επίσης να δοθούμε σε μια δράση [279] που θα επιφέρει αποτελέσματα πραγματικής αξίας. Εφόσον θεωρούμε την ύπαρξή μας στον κόσμο σαν άνευ νοήματος, δεν υπάρχει τρόπος να επιθυμήσουμε να επηρεάσουμε οτιδήποτε στον κόσμο. Γινόμαστε εργάτες για την παγκόσμια πνευματική και υλική πρόοδο που ονομάζουμε πολιτισμό, μόνο εφόσον επιβεβαιώσουμε ότι ο κόσμος κι η ζωή κατέχουν κάποιο είδος νοήματος ή, που είναι το ίδιο πράγμα, μόνο εφόσον σκεφτόμαστε με αισιοδοξία.
    Ο πολιτισμός έρχεται όταν οι άνθρωποι εμπνέονται από μια ισχυρή και σαφή απόφαση να επιτύχουν πρόοδο και ν’ αφιερωθούν σαν αποτέλεσμα αυτή της απόφασης στην υπηρεσία της ζωής και του κόσμου. Μόνο με την ηθική μπορούμε να βρούμε την ωθούσα δύναμη για μια τέτοια δράση που υπερβαίνει τα όρια της δικής μας ύπαρξης.
    Τίποτε δε γίνεται στον κόσμο με πραγματική αξία δίχως ενθουσιασμό και αυτοθυσία.”[13]
    Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να επιτύχει τη συνείδηση των αληθινών αξιών δεν είναι έτοιμος για την αθανασία που είναι το προνόμιο των υιών του Θεού. Η δόμηση της εσώτερης εκείνης δομής που είναι το πνευματικό σώμα, επιτελείται με την εξάγνιση, την τελείωση, το διαλογισμό και τη μύηση και πάνω απ’ όλα με την υπηρεσία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οι αληθινές αξίες στις οποίες ο μυημένος δίνει τη ζωή του είναι εκείνες του πνεύματος, της βασιλείας του Θεού, εκείνες που αφορούν το σύνολο και δε δίνουν πρωτεύουσα έμφαση στο άτομο. Εκφράζονται με τη διεύρυνση, την υπηρεσία και τη συνειδητή ενσωμάτωση στο σύνολο. Συνοψίζονται στη μια λέξη: Υπηρεσία. Εκφράζονται με την περιεκτικότητα και τη μη-χωριστικότητα. Εδώ η Εκκλησία, όπως νοείται συνήθως, αντιμετωπίζει τη μεγάλη της πρόκληση. Είναι άραγε αρκετά πνευματική ώστε να εγκαταλείψει τη θεολογία και να γίνει αληθινά ανθρώπινη; Ενδιαφέρεται αρκετά να διευρύνει τον ορίζοντά της και να αναγνωρίσει σαν αληθινούς Χριστιανούς όλους όσους εκδηλώνουν το Χριστικό πνεύμα, ανεξάρτητα αν είναι Ινδοί, Μωαμεθανοί ή Βουδδιστές, ή αν έχουν οποιαδήποτε ετικέτα άλλη από εκείνη του ορθόδοξου Χριστιανού;
    Απ’ όλα όσα εξετάσαμε προβάλλει μια άλλη βασική σκέψη. Κατά πόσο μεταβαίνουμε σήμερα από την εποχή της αυθεντίας στην εποχή της εμπειρίας [280] και κατά πόσο η μετάβαση αυτή δείχνει ότι η φυλή ετοιμάζεται γοργά για μύηση. Απεχθανόμαστε τις δοξασίες που τις χρησιμοποιούμε ελάχιστα κι ο λόγος, όπως μας λέει ο Δρ. Ντιούη, είναι ότι “…η προσκόλληση σε κάθε σώμα δοξασιών και δογμάτων που βασίζονται σε ειδική αυθεντία, υποδηλώνει δυσπιστία στη δύναμη της εμπειρίας να παρέχει με τη δική της προοδευτική κίνηση τις αναγκαίες αρχές της πίστης και της δράσης. Η πίστη στη νεότερη έννοια της δηλώνει ότι η ίδια η εμπειρία αποτελεί τη μοναδική έσχατη αυθεντία”.[14] Είναι φανερό ότι αυτό δε σημαίνει ομοιομορφία αλλά αναγνώριση της ουσιαστικής μας ενότητας.
    2
    Έτσι βήμα προς βήμα ακολουθήσαμε τον Χριστό στο καταπληκτικό έργο Του και μελετήσαμε το έργο στη μοναδικότητά του. Έκανε κάτι τέτοιας σημασίας για τη φυλή, ώστε μόνο σήμερα είμαστε σε θέση να το συλλάβουμε. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με την ατομική μας σωτηρία και την ελπίδα του παράδεισου, ώστε τα πραγματικά μοναδικά πράγματα που έκανε ο Χριστός διέφυγαν της προσοχής μας. Ότι ακολούθησε τα βήματα πολλών τέκνων του Θεού, τα οποία στην εποχή και τη γενιά τους υπηρέτησαν, υπέφεραν κι έφεραν τη σωτηρία του κόσμου, είναι αναντίρρητο· ότι μας έδωσε ένα παράδειγμα της τέλειας ανθρωπότητας που ποτέ προηγουμένως δεν είχε δει ο κόσμος, είναι εξίσου αδιαφιλονίκητο. Ο μεγαλύτερος από τους προγενέστερους υιούς του Θεού, ο Βούδδας, μετά από πολύ αγώνα έφτασε στη φώτιση και φώτισε την ατραπό της ανθρωπότητας μέχρι την πύλη της μύησης. Ο Χριστός όμως υπήρξε τέλειος, αφού (να τολμήσουμε άραγε να πούμε στη διάρκεια κάποιου προγενέστερου κύκλου ζωών;) έμαθε την υπακοή διαμέσου όλων όσων υπέφερε. Ότι υπερνίκησε το θάνατο κι άνοιξε τις πύλες της αθανασίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα είναι επίσης αληθινό. Από την πρώτη όμως αυγή της ανθρώπινης ιστορίας οι άνθρωποι πάντα υπέφεραν ο ένας για τον άλλον· επανειλημμένα εδώ κι εκεί πέτυχαν την τελείωση κι εξαφανίσθηκαν απ’ την ανθρώπινη θέα. Ο θείος σπινθήρας του ανθρώπου τον καθιστούσε πάντα αθάνατο. Οι άνθρωποι ένιωθαν πάντα τη θειότητά τους [281] και πάντα άπλωναν τα χέρια και τις καρδιές τους στο Θεό. Οι υιοί του Πατρός ποτέ δεν ξέχασαν τον οίκο του Πατρός, ανεξάρτητα πόσο μακριά περιπλανήθηκαν. Πάντα ο Θεός μας φρόντισε εξίσου και στη διάρκεια των αιώνων μας έστειλε τους αγγελιαφόρους Του σαν ενσωμάτωση της ανάμνησής Του.
    Ο Χριστός όμως ήρθε σαν ειδικός Αγγελιαφόρος. Ήρθε για να θεμελιώσει τη βασιλεία του Θεού στη γη και να θεσπίσει μια νέα και απτή έκφραση της Θεότητας πάνω στον πλανήτη μας. Η αποστολή Του δεν απέτυχε. Η βασιλεία οργανώθηκε πια πάνω στη γη και αποτελείται από άνδρες και γυναίκες παντού που έχασαν τη θέα της ατομικής τους σωτηρίας κι ελπίδας του παράδεισου, γιατί γνωρίζουν ότι αν ο παράδεισος δεν μπορεί να εκφρασθεί εδώ και τώρα, είναι μια μάταιη ελπίδα. Είναι απασχολημένοι με τις διαδικασίες της αυτοτελείωσης και αυτοκάθαρσης επειδή επιζητούν να υπηρετήσουν τους συνανθρώπους τους πιο αποτελεσματικά και πρόσφορα κι έτσι “δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς.”[15] Δεν ενδιαφέρονται για μεγαλεία ούτε έχουν καμιά αξίωση – πέραν της εκπληκτικής αξίωσης ότι είναι υιοί του Θεού, όπως είμαστε όλοι· δε φλυαρούν για τη μύηση ούτε αυτοαποκαλούνται μυημένοι· είναι ικανοποιημένοι να βαδίζουν μεταξύ των ανθρώπων όπως εκείνοι που υπηρετούν και είναι πολίτες της βασιλείας του Θεού. Είναι οι υπηρέτες του κόσμου και το μόνο ενδιαφέρον τους είναι να ακολουθούν τα βήματα Εκείνου που βάδιζε κάνοντας το καλό και κηρύσσοντας τα νέα της βασιλείας. Δε λένε ότι ο μόνος δρόμος για τη βασιλεία είναι ο δικός τους, αλλά σ’ εκείνους που δε γνωρίζουν τον Χριστό λένε: “Μικρά παιδιά, αγαπάτε αλλήλους”. Δεν καταδικάζουν εκείνους που δε γνωρίζουν τη θυσία του Χριστού πάνω στο Σταυρό, αλλά λένε σ’ όσους αναζητούν το δρόμο: “Άρον τον σταυρόν σου” και ακολούθησε τον Χριστό. Στους συμμαθητές τους θυμίζουν συνεχώς ότι “εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει” και τάσσονται στο στόχο της νέας γέννησης. Η μάζα των σκεπτόμενων, καλοπροαίρετων ανδρών και γυναικών του κόσμου προχωρούν σήμερα απ’ τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας στη Βηθλεέμ. [282] Μερικοί, ίσως περισσότεροι απ’ ό,τι κανείς μπορεί να εκτιμήσει, προχωρούν στο δρόμο για τη Βάπτιση στον Ιορδάνη, ενώ λίγοι ανέρχονται θαρραλέα στο Όρος της Μεταμόρφωσης. Κάποιος εδώ κι εκεί μπορεί να στρέφει σταθερά το πρόσωπό του για να πάει στην Ιερουσαλήμ κι εκεί να σταυρωθεί· αλλά αυτοί είναι σπάνιοι. Πολλοί από μας μαθαίνουμε με τον καθημερινό θάνατο του εαυτού να προσαρμοζόμαστε για την τελική μύηση της Σταύρωσης και με τη συνεχή απάρνηση του καθετί που παρεμποδίζει την έκφραση της θειότητας γινόμαστε ικανοί για τη φοβερή αυτή πνευματική εμπειρία που πάντοτε προηγείται της Ανάστασης και ονομάζεται η Μεγάλη Απάρνηση.
    Ας δούμε καθαρά πού ακριβώς στέκουμε στην Ατραπό της Εξέλιξης. Βάλαμε άραγε τα πόδια μας στην Ατραπό της Δοκιμασίας, τη δύσκολη αυτή ατραπό του εξαγνισμού που είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα; Ή βρισκόμαστε σαφώς πάνω στην Ατραπό της Μαθητείας και γνωρίζουμε τι κάνουμε, καλλιεργώντας τις λεπτότερες αξίες και τις διακριτικές εκείνες ποιότητες που αποτελούν το σημάδι της εκδηλούμενης θειότητας;
    Το μόνο κίνητρο που είναι αρκετά ισχυρό (ή ήταν πάντα αρκετά ισχυρό) για να επιτρέψει στον άνθρωπο να βαδίσει τον πενταπλό δρόμο προς το Κέντρο απ’ το οποίο εκπέμπεται η Λέξη, είναι η αντίληψη της βαθιάς και πιεστικής ανάγκης του σύγχρονου κόσμου για αποκάλυψη, για καθαρό παράδειγμα και για αγαπητική υπηρεσία. Δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο αυτός ο θλιβερός και κατεστραμμένος απ’ τον πόλεμο κόσμος μας να μπορέσει να σωθεί κι η ζωή των ανθρώπων να μεταμορφωθεί εκτός αν εκδηλωθεί το πνεύμα του Θεού. Αντί να περιμένουμε το Θεό να δράσει και να στείλει κάποιο Σωτήρα (που μάλλον δε θ’ αναγνωριζόταν όπως κι ο Χριστός) ήρθε ο καιρός και το ανθρώπινο γένος εξελίχθηκε αρκετά για να υψωθεί η ένδον θεία ζωή προς το Θεό, επικαλούμενη την ανταπόκρισή Του, την αναγνώρισή Του την οποία είδαμε να επαναλαμβάνεται κατά καιρούς. Είναι πρόθυμος να τη χορηγήσει. Είμαστε τα παιδιά Του και αρχίζουμε να ζούμε θεία, σκεπτόμενοι (όπως κι Αυτός) με όρους του συνόλου κι όχι με όρους του χωριστικού και ιδιοτελούς ατόμου. Τώρα είναι μια περίοδος κρίσης όπου χρειάζονται όλα τα ανθρώπινα όντα και η κλήση απευθύνεται [283] στον καθένα να κάνει την εξαιρετική προσπάθεια για ανιδιοτέλεια και τη νοητική ώθηση για διαύγεια της σκέψης, που θα μας μεταμορφώσει από καλοπροαίρετους ζηλωτές σε διορατικούς μαθητές εμψυχωμένους από πνεύμα αγάπης και καλής θέλησης για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα φυλής, πίστης ή χρώματος.
    Η θρησκευτική αυτή θέληση εκφράζεται τώρα και δε στρέφεται στη θεολογία ή τη διατύπωση δοξασιών και την επιβολή τους, αλλά στην αγάπη και την υπηρεσία και στην αυταπάρνηση που δίνει το μέγιστο δυνατό για τη βοήθεια του κόσμου. Θα γκρεμίσει όλους τους φραγμούς και θ’ ανυψώσει τα παιδιά των ανθρώπων οπουδήποτε βρίσκεται η θέληση για να βοηθηθούν. Κι εκείνο που οργανώνεται σήμερα βραδέως στον κόσμο είναι η ποιότητα της παγκοσμιότητας και η τεχνική της που είναι η αγαπητική υπηρεσία. Οι άνθρωποι παντού ανταποκρίνονται στην ίδια εσώτερη πνευματική παρόρμηση που επεξηγείται στον ωραίο μύθο ο οποίος σχετίζεται με τον Βούδδα. Έχει ως εξής:
    “Με την πίστη ότι πέτυχε το τελευταίο στάδιο της τελείωσης, ο Βούδδας επρόκειτο να εγκαταλείψει την ύπαρξη στον πεπερασμένο χώρο και χρόνο, να αφήσει κάθε λύπη και οδύνη για την αγνή ύπαρξη της παγκόσμιας κι αιώνιας μακαριότητας.
    Εκείνη τη στιγμή μια περαστική νυχτερίδα έχαψε μια σκνίπα που βόμβιζε.
    ‘Στάσου’, είπε το Φωτισμένο Ον, ‘η κατάσταση της τελείωσης στην οποία εισέρχομαι, δεν είναι παρά η τελείωση του εαυτού μου, μια μοναδική τελείωση, η πληρότητά μου είναι μια μοναδική πληρότητα· επομένως δεν είμαι ακόμη ένα παγκόσμιο Ον. Άλλα όντα υποφέρουν ακόμη από ατέλεια, ύπαρξη κι επακόλουθο θάνατο. Η συμπόνια γι’ αυτά ξυπνά ακόμη μέσα μου καθώς ατενίζω τις οδύνες τους.
    Το δρόμο της ζωής προς την τελείωση τον έχω αληθινά και πραγματικά φωτίσει γι’ αυτά· αλλά μπορούν να βαδίσουν αυτό το δρόμο χωρίς εμένα;
    Η μοναδική τελείωση του εαυτού μου που ονειρεύθηκα, η τελείωση του δικού μου χαρακτήρα και της προσωπικότητας δεν είναι παρά ατέλεια όταν ένα άλλο ον – μια απλή σκνίπα – υποφέρει ακόμη από την ατέλεια του ίδιου της του είδους.
    Κανένα ον δεν μπορεί να φθάσει μόνο του στη μακαριότητα· πρέπει όλοι μαζί να τη φθάσουμε κι αυτή η μοναδική μακαριότητα ανήκει στον καθένα. Γιατί δεν είμαι μέσα σε κάθε άλλο ον και δεν είναι κάθε άλλο ον μέσα μου;’ [284]
    Με ήρεμη χαμηλή φωνή σε κάθε εαυτό μιλά έτσι ο Βούδδας, με την έμπνευση στον εσώτερο χαρακτήρα, την έφεση στην εξωτερική προσωπικότητα, μετουσιώνοντας αιώνια τον εαυτό σε μη-εαυτό, κάθε πραγματικότητα εξαρτώμενη από άλλη, ένας διαρκής τρόπος ζωής για να βαδίσει προς την τελείωση του καθενός, των πάντων.”[16]
    Ο Χριστός τονίζει το ίδιο μάθημα και πάντα επιζήτησαν οι μαθητές Του στον τόπο και το χρόνο τους να διδάξουν το νόμο της υπηρεσίας.
    Μερικές φορές φαίνεται σαν τα δύο άκρα να ζουν στη συνείδηση του ανθρώπου – οι διάσημοι και φιλόδοξοι και οι μεγάλοι υπηρέτες του κόσμου. Μέχρι τώρα η αλληλουχία ήταν: υπηρεσία στον εαυτό μας, στην οικογένειά μας, σ’ εκείνους που αγαπούμε, σε κάποιο αρχηγό, σε κάποια υπόθεση, κάποια σχολή πολιτικής ή θρησκείας. Ήρθε ο καιρός που η υπηρεσία πρέπει να διευρυνθεί και να εκφρασθεί σε πλατύτερες και πιο περιεκτικές γραμμές και πρέπει να μάθουμε να υπηρετούμε όπως υπηρέτησε ο Χριστός, να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους όπως τους αγάπησε και με τη δυναμικότητα της πνευματικής μας ζωτικότητας και την ποιότητα της υπηρεσίας μας να διεγείρουμε όλους όσους συναντούμε, έτσι ώστε να μπορούν επίσης να υπηρετούν και να αγαπούν και να γίνουν μέλη της βασιλείας. Όταν το δούμε αυτό καθαρά κι όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τις αναγκαίες θυσίες κι απαρνήσεις, τότε θα υπάρξει μια ταχύτερη εκδήλωση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Η κλήση δεν απευθύνεται σε φανατικούς ή μανιώδεις οπαδούς που προσπαθώντας να την εκφράσουν, παραμόρφωσαν τόσο τη θειότητα. Η κλήση απευθύνεται σε υγιείς και κανονικούς άνδρες και γυναίκες που μπορούν να κατανοήσουν την κατάσταση, ν’ αντιμετωπίσουν εκείνο που πρέπει να γίνει κι έπειτα να δώσουν τη ζωή τους για να εκφράσουν στον κόσμο τις ποιότητες του πολίτη του βασιλείου των Ψυχών: αγάπη, σοφία, σιγή, μη-χωριστικότητα κι ελευθερία απ’ τα μίση και τις χωριστικές, δογματικές πίστεις. Όταν τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να συγκεντρωθούν σε μεγάλο αριθμό (και συγκεντρώνονται γοργά) θα έχουμε την εκπλήρωση του άσματος των αγγέλων στη Βηθλεέμ, “Και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία”.



    [1] Albert Schweitzer, The Decay and Restoration of Civilization, pp. 78-79.
    [2] Nicholas Berdyaev, The End of our Time, p. 105.
    [3] Παροιμίαι, xxix, 18.
    [4] Ιωάννου Α, iv, 20.
    [5] Rudolf Steiner, The Way of Initiation, p. 46.
    [6] Karl Pfleger, Wrestlers with Christ, p. 235.
    [7] Προς Εβραίους, xii, 1.
    [8] W.E. Hocking, The Meaning of God in Human Experience, p. 315.
    [9] W.E. Hocking, The Meaning of God in Human Experience, p. 399.
    [10] S. Radhakrishnan, The Supreme Spiritual Ideal, Hibbert Journal, October 1936, p. 33.
    [11] Ιωάννου Α, ii, 17.
    [12] Ησαΐας, liii, 11.
    [13] Albert Schweitzer, The Decay and Restoration of Civilization, p. vii.
    [14] Richard Rothschild, Reality and Illusion, p. 320.
    [15] Κατά Ματθαίον, v, 16.
    [16] Benchara Branford, Eros and Psyche, p. 355.

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    IO CHE AMO SOLO TE