Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ( ΕΠΑΡΣΗ)

Ελληνικές παροιμίες
Φτωχό τ’ αρνί, πλατιά η ουρά του
Άγνεστα κι ανύφαντα στην τέμπλα (:σκοινί) κρεμασμένα
Άγνιθα (:άγνεθα) κι ανύφαντα κι στουν πλακό απλουμένα (Για όσους παινεύονται για ανύπαρκτα κατορθώματα) [Παροιμία Γρεβενών]
Άμαθος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει
Ανάξιος βρακί έβαλε, σε κάθε πόρτα το ’δειχνε
Αρχοντικά πορεύεται και γύφτικα περνάει
Ας μ’ αγαπούν οι Επίσκοποι κι ας με μισούν οι διάκοι
Ας με λένε βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από την πείνα
Αφού παινιέται σαν λιοντάρι, γιατί γαβγίζει σαν σκυλί;
Βάνει και η κοσκινού τον άντρα της, με τους πραματευτάδες
Βλέπει το μπόι του και νομίζει πως έχει ουρά
Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντάει κι η σακοράφα
Γένος και ξένος πολλά καυχάται
Γέρος και ξένος για πολλά καυχιέται
Για δέστε με, γειτόνισσες, πλεμόνια τηγανίζω
Δεν υπάρχουν πιο σκληρά κεφάλια απ’ τ’ αδειανά
Δουλευτής περήφανος, πάντα πεινασμένος
Εβγήκε και το τζίτζιφο και παριστάν’ το φρούτο
Εγώ ’μαι εδώ που σπάω τ’ αυγό
Είδε η ψείρα αλώνι, περπατεί και καμαρώνει
Είναι ευγενική υπερηφάνεια το να θέλει κανείς να είναι καλύτερος των άλλων
Είναι και μικρό τ’ αρνί έχει και πλατειά ουρά
Έκαμε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
Έκανε κι η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει
Έκανε κι ο κόκορας αυγό και δεν έχει πού να το βάλλει
Εμ φτωχό τ’ αρνί, εμ πλατειά η ουρά
Ένα υπερήφανο μυαλό κι ένα καχεκτικό πορτοφόλι είναι ένας άτυχος συνδυασμός
Έπιασε ο κασίδης μαλλί και πήρε τη σκούφια του στο χέρι [Για όσους θέλουν να επιδεικνύονται όταν κατορθώνουν κάτι]
Η γριά κι αν ερωτεύεται, ο ανήφορος τη δείχνει [Οι αλαζόνες αποκαλύπτονται κάποτε]
Η παδέλα (:πιατέλα) επαινέθη αργυρόπατο πως έχει κι η κουτάλα τσ’ απεκρίθη: “όπως είσ’ εγώ σε ξέρω”
Η υπερήφανη μητέρα σπάνια έχει φρόνιμη θυγατέρα
Η ψείρα μας στον ποταμό κι εμείς στο πανηγύρι
Ήταν καραφλός και μάλωνε για χτένες
Θαρρεί πως βγαίνει ο ήλιος από το κούτελό της
Καθένας τ’ μπουρδή (:πορδή) τ’ μουσκουκύδουνου [Ο καθένας περηφανεύεται για κάτι δικό του, ακόμα κι αν είναι ελάττωμα] [Παροιμία Ευβοίας]
Και τριαντάφυλλο στ’ αυτί και κασίδα στην κορυφή
Κάναμε κι εμείς πανί και τ’ απλώσαμε στο φράχτη
Κάνε πρώτα μια δουλειά κι έπειτα καυχήσου
Καυχιέται σαν ψείρα στο κεφάλι φαλακρού
Κερά εσύ, κερά κι εγώ, ποια θα πάει στο νερό
Κι η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να την πιάσει
Κλαίει η αλεπού που πήρε ο αητός την κλώσσα
Κουτσός στον κάμπο έτρεχε να πιάσει καβαλάρη
Κούφια στάχυα και κούφια κεφάλια στέκουν όρθια
Κρατά τον παπά απ’ τα γένια
Λες πως είσαι υψηλός, μα υψηλός δεν είσαι, στο μαχαλά μου κάθεσαι και ξέρω ποίος είσαι
Με λόγια σάκος δεν γεμίζει
Με πορδές αυγά δεν βάφονται
Μέγα να φας, μέγα να πεις, μεγάλο λόγο να μην πεις
Μεγάλη βούτκα τρώγε, μεγάλο λόγο μη λες
Μη (μου) πολυψηλώνεσαι, να μην πολκοντύνεις (ή: παρακοντύνεις)
Μη δένεις γάιδαρο στη θέση του αλόγου
Μη καυχιέσαι για το αύριο, γιατί δεν ξέρεις τι θα γεννήσει η μέρα
Μη μου πολυτεντώνεσαι, γιατί ψηλός δεν είσαι
Μη μου πολυτεντώνεσαι, γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου είναι κοντάα, και ξέρω γω ποιος είσαι
Μη μου πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου είναι κοντά και ξέρω τίνος είσαι
Μύγες δεν πιάνει ο αετός
Να φάει δεν έχει και σκλάβο στην πόρτα του θέλει
Νομίζει πως αυτή είναι κι άλλη δεν είναι
Ο Θεός να σε φυλάει από καινούριο άρχοντα κι από φτωχό περήφανο
Ο περήφανος έφυγε καβάλα και γύρισε πεζός
Ο στεκούμενος ψηλά, δε συλλογίζεται να πέσει
Όλοι κοιτάζουν τον καβγά και η γριά το μέλι
Όλοι κοιτάζουν τον καβγά και η γριά το μέλι
Όλοι με χρυσά βελούδα, ποιος τα βόσκει τα γαϊδούρια;
Όποιος δεν αγαπάει τα ραδίκια, τρώει τα λάχανα
Όποιος καβαλικεύει το καλάμι, τρέχει με τα πόδια του
Όποιος κοιτάζει πολύ ψηλά, πέφτει χαμηλά
Όποιος παινιέται μόνος του και δεν τον επαινούνε, ας είναι παραβέβαιος, ότι τον εγελούνε [Παροιμία Επτανήσου]
Όποιος παινιέται, μόνος του κατηγοριέται
Όποιος παινιέται, μόνος του μαγαρίζετια
Όποιος περηφανεύεται γρήγορα ταπεινώνεται
Όποιος περηφανεύεται, γρήγορα ταπεινώνεται
Όποιος πηδάει μοναχός του, κανένας δεν τον φτάνει
Όποιος ψηλά κοιτά, πάντα στραβοπατά
Όποιος ψηλά κοιτά, συχνά στραβοπατάει
Όποιος ψηλά ψηλά πετά, στον ουρανό να φθάσει, στο χαμηλότερο δεντρί, του γράφει ο Θεός να κάτσει
Όποιος ψηλά ψηλώνεται, γρήγορα επιμυτίζει
Όποιος ψηλά ψηλώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται
Όποιος ψηλώνεται, πέφτει και σκοτώνεται
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι
Όπου πολλά υψώνεται, γρήγορα επιμυτίζει [Επιμυτίζω: πέφτω επίμυτα, μπρούμυτα]
Όπου ψηλά κοιτά, γλήγορα χαμηλώνει
Όπου ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει
Όσο είσαι, Γιάννη, φαίνου και λιγάκι παρακάτω
Όταν βγάλουμε τη μάσκα από τη μοναξιά, βλέπουμε πως αυτή είναι περηφάνεια
Όταν οι γάτες κυνηγούν ποντίκια, δε νιαουρίζουν
Όταν φτερώσει το μυρμήγκι, χάνεται
Παντρέψου μακριά, να ξέρεις να παινιέσαι
Περήφανε άντρα μου, γρήγορα θε να μ’ αφήσεις χήρα
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα ταγάρια του
Περήφανος σαν κόκορας μέσα στο κοτέτσι του
Περήφανος σαν κόκορας, μέσα μέσα στο κοτέτσι του
Πήραν τα μυαλά του αέρα
Πήρε ψηλά τον αμανέ
Σέρνει και ο κρατημμένος έν ακράτητο καμάρι
Τ’ άδεια βαρέλια περισσότερο βροντούν
Το μυρμήγκι όταν είναι να χαθεί, βγάζει φτερά και χάνεται
Το πιο ατίθασο άλογο είναι το καλάμι [Παροιμία – Λαϊκή έκφραση]
Το πολύ φούσκωμα σπάει τ’ ασκί
Το πουλί ψηλά πετάει, μα στη γη θα βρει να φάει
Το χρήμα κάνει ρήτορα κι η φτώχεια κακομοίρη
Χόρευαν τα σιδερικά, πηδούσε κι η βελόνα
Ψηλά μη χτίζεις τη φωλιά, γιατί θα γείρ’ ο κλώνος και θα σου πάρουν τα πουλιά και θα σου μείνει ο πόνος
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος και θα σου φύγουν τα πουλιά και θα σου μείνει ο πόνος
Ψηλά την κτίζεις τη φωλιά και θα σου γύρει ο κλώνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

IO CHE AMO SOLO TE